Ροή Ειδήσεων

Τι συμβαίνει με τους απανωτούς σεισμούς στο Άγιο Όρος – Οι μεγάλες δονήσεις του παρελθόντος


Έντονη είναι η σεισμική δραστηριότητα που σημειώνεται τις τελευταίες εβδομάδες στην περιοχή του Αγίου Όρους στη Χαλκιδική. 

Οι δύο σημερινές σεισμικές δονήσεις ήταν -μέχρι στιγμής- το αποκορύφωμα στο «χορό» των Ρίχτερ που έχει μπει τις τελευταίες εβδομάδες το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής. 

Σε διάστημα 13 λεπτών σημειώθηκαν δύο σεισμοί μεγέθους 4,1 και 4,2 Ρίχτερ, οι οποίοι «ταρακούνησαν» το Άγιο Όρος, αλλά έγιναν ιδιαίτερα αισθητοί σε Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Καβάλα ακόμα και Θάσο, προκαλώντας ανησυχία σε κατοίκους και επισκέπτες, αλλά και κρατώντας σε εγρήγορση τους επιστήμονες.

Εδώ και 1,5 μήνα περίπου καταγράφονται σεισμοί άνω των 3 Ρίχτερ στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Όρους. 

Την Κυριακή 11/8 σημειώθηκαν τρεις σεισμικές δονήσεις το πρωί (3,1 Ρίχτερ), το απόγευμα (3,5 Ρίχτερ) και το βράδυ (3,2 Ρίχτερ) Νωρίς το βράδυ του Σαββάτου, ώρα 20:05 καταγράφθηκε δόνηση 3,2 Ρίχτερ με το επίκεντρου να βρίσκεται πάλι κοντά στην ίδια περιοχή με εστιακό βάθος στα 10 χιλιόμετρα. Σεισμός παρόμοιου μεγέθους καταγράφηκε και την περασμένη Παρασκευή, εντείνοντας την ανησυχία στην περιοχή και επιβεβαιώνοντας την έντονη σεισμική δραστηριότητα που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα. 

Οι επιστήμονες παρακολουθούν στενά το φαινόμενο ωστόσο μοιάζουν καθησυχαστικοί καθώς σημειώνουν ότι οι σεισμικές δονήσεις των τελευταίων εβδομάδων φαίνεται να έχουν διεγείρει ένα τοπικό ρήγμα στην περιοχή, ενδεχομένως άγνωστο έως σήμερα. 
Χαρακτηρίζουν το φαινόμενο ως ένα «σμήνος σεισμών», δηλαδή δονήσεις που γίνονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή και σε σύντομο χρονικό διάστημα η μία από την άλλη και μπορεί να διαρκέσουν από ημέρες, εβδομάδες έως και μήνες.

Το Άγιο Όρος αυτό το ιερό κομμάτι γης με την πλούσια πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά δεν έχει μείνει αλώβητο από τα φυσικά φαινόμενα που πλήττουν την Ελλάδα. Με την τοποθεσία του στο βόρειο Αιγαίο – η χερσόνησος του Άθωνα έχει βιώσει αρκετές φορές στη μακρά ιστορία της δονήσεις της γης. Οι σεισμοί έχουν αφήσει το αποτύπωμα στο Άγιο Όρος επηρεάζοντας μοναστήρια, κτίρια και το ίδιο το φυσικό το τοπίο. 

Σημαντικές καταστροφές είχαν καταγραφεί στην ισχυρή δόνηση του 1905, ενώ αξιομνημόνευτοι είναι οι σεισμοί του 1982 και 1983, αλλά και οι πιο πρόσφατοι, το 2020. 

Ο σεισμός του 1905 

Ήταν 8 Νοεμβρίου του 1905, όταν σεισμική δόνηση της τάξεως των 7,5 Ρίχτερ σημειώθηκε στο Άγιο όρος και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. 
Περισσότερο όλων επλήγη η Μονή των Ιβήρων, όπου τρεις εκκλησίες καταστράφηκαν και πολλοί χώροι του μοναστηριού έγιναν ακατοίκητοι. Βράχοι κατρακύλησαν από τις βουνοκορφές και κατέστρεψαν οκτώ καλύβες, προκάλεσαν δε σοβαρές βλάβες σε άλλες έντεκα. 
Ζημιές παρατηρήθηκαν και έξω από την Αγιορείτικη κοινότητα στην κωμόπολη της Ιερισσού και την Κασσάνδρα. 
Η μεγάλη δόνηση έγινε αισθητή προς τον νότο μέχρι την Αθήνα στα δυτικά μέχρι τις ακτές της Ιταλίας ανατολικά μέχρι την Μικρά Ασία και το Εύξεινο Πόντο και βόρεια μέχρι την Σόφια και το Βουκουρέστι. 

Οι σεισμοί του 82′ και 83′ 

Το 1982 και το 1983, η περιοχή είχε βιώσει σεισμούς μεγέθους 7 και 6,8 Ρίχτερ αντίστοιχα, με τα επίκεντρά τους να βρίσκονται σε απόσταση 25 έως 45 χιλιομέτρων από το σημερινό επίκεντρο. 
Οι σεισμοί εκείνων των ετών έγιναν αισθητοί και στη Θεσσαλονίκη, με σεισμικά κύματα που, αν και είχαν μεγαλύτερες περιόδους και ήταν πιο αργά, έγιναν αντιληπτά. 
Σε περιοχές κοντά στο επίκεντρο, τέτοιου μεγέθους σεισμοί μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι. 

«Οι σεισμοί του ‘82 και ‘83 έγιναν αισθητοί και στη Θεσσαλονίκη. 
Η δόνηση ήταν λίγο πιο αργή, με την έννοια ότι τα σεισμικά κύματα είχαν μεγαλύτερες περιόδους, αλλά έγιναν αισθητοί. 
Στις περιοχές που είναι πιο κοντά, οι σεισμοί αυτής της τάξεως μεγέθους, μπορούν να γίνουν πραγματικά επικίνδυνοι» είχε σημειώσει πριν λίγα χρόνια σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Σεισμολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Μανώλης Σκορδίλης. 

Οι δονήσεις του 2020 

Αφορμή για τις παραπάνω δηλώσεις ήταν οι σεισμικές δονήσεις που έπληξαν την περιοχή τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν και πάλι στο Άγιο Όρος για αρκετή ημέρα η δραστηριότητα ήταν έντονη με αποκορύφωμα έναν σεισμό της τάξεως των 5,2 Ρίχτερ (σε κάποιες αναφορές και 5,4 Ρίχτερ), ενώ λίγες ώρες μετά ακολούθησε μετασεισμός 4,8 Ρίχτερ. 

Για το ενδεχόμενο από τις συγκεκριμένες δονήσεις στην περιοχή του Αγίου Όρους να ενεργοποιήσουν και άλλα ρήγματα ο κ. Σκορδίλης δήλωνε τότε ότι είναι κάτι «εντελώς απίθανο, γιατί ο σεισμός είναι σχετικά μικρός και δεν μπορεί να επηρεάσει άλλες περιοχές». 

Από την πλευρά του, ο κ. Χουλιάρας, Διευθυντής Ερευνών Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αστεροσκοπείου Αθηνών, τόνιζε εκείνες τις ημέρες, ότι η σεισμική δραστηριότητα προέρχεται από το ρήγμα της Ανατολίας, το μεγαλύτερο ρήγμα στον κόσμο, και το οποίο έχει δώσει στο παρελθόν μεγάλους και καταστροφικούς σεισμούς. 

«Είναι μία μεγάλη ζώνη, που δίνει και πολύ ισχυρούς σεισμούς, οι περισσότεροι επιφανειακοί και στον θαλάσσιο χώρο. Περνάει νότια από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, βόρεια από τη Λήμνο, νότια από τις ακτές του Αγίου Όρους και φτάνει μέχρι τις Βόρειες Σποράδες […] είναι μία μεγάλη ρηξιγενής ζώνη, που αν δει κανείς τον χάρτη του πυθμένα στο Βόρειο Αιγαίο, χωρίς να είναι σεισμολόγος, θα μπορέσει σχετικά εύκολα να αναγνωρίσει το ρήγμα» δήλωνε τότε από την πλευρά του ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος. 

Τα ρήγματα αυτά – πρόσθεσε – δεν προκαλούν τσουνάμι, ακόμη και σε ισχυρότερους σεισμούς, λόγω του συνδυασμού κανονικής και οριζόντιας μετατόπισης του ρήγματος, αλλά και του αυξημένου τους βάθους (10-15 χιλιόμετρα), με αποτέλεσμα να μη φτάνει η σεισμική διάρρηξη μέχρι την επιφάνεια. 

Η ιστορική μνήμη των σεισμών που έχουν πλήξει το Άγιο Όρος και την ευρύτερη περιοχή υπενθυμίζει τη συνεχή ανάγκη για εγρήγορση και προετοιμασία απέναντι σε τέτοιου είδους φυσικά φαινόμενα. 
Καθώς οι σεισμοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γεωλογικής πραγματικότητας της περιοχής, η διαρκής παρακολούθηση και η έγκαιρη ενημέρωση του κοινού αποτελούν κρίσιμα μέτρα για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της πολιτιστικής κληρονομιάς. 
Οι πρόσφατες σεισμικές δονήσεις, σε συνδυασμό με την ιστορική εμπειρία, μας υπενθυμίζουν ότι η φύση δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται, και η ετοιμότητα παραμένει η καλύτερη άμυνα απέναντι στα απρόβλεπτα χτυπήματά της.