Η παρατεταμένη ομηρία του Επισκόπου Αστερίου και η αδράνεια της Ιεραρχίας. Ιερώνυμε πως το επιτρέπεις;
Η εκλογή βοηθού Επισκόπου στη Μητρόπολη Καισαριανής έχει εξελιχθεί σε ένα δράμα πολλών πράξεων, αναδεικνύοντας όχι μόνο την αμήχανη θέση ενός εκλεγμένου κληρικού αλλά και σοβαρά ερωτήματα για τη λειτουργία και την εσωτερική συνοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η περίπτωση του Αρχιμανδρίτη Χριστόδουλου Κοτσίφη, του εκλεγμένου Επισκόπου Αστερίου, που παραμένει ανενεργός μήνες μετά την κανονική εκλογή του, είναι ένα εκκλησιαστικό θέμα που απαιτεί άμεση διαλεύκανση και δίκαιη επίλυση.
Η ιστορία ξεκινά με την (εκ)βιαστική, όπως φαινόταν, πρόταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ, για την πλήρωση της θέσης του βοηθού Επισκόπου. Πρότεινε λοιπόν τον Αρχιμανδρίτη Καλλίνικο Νικολάου, ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητρόπολης και διευθυντή του ιδιαίτερου γραφείου του, με τον τίτλο "Επίσκοπος Αστερίου".
Αυτό που προκάλεσε αίσθηση και ερωτήματα στους Αρχιερείς ήταν η φημολογούμενη αλλά συνάμα και προκαταβολική βεβαιότητα του Μητροπολίτη Καισαριανής για την εκλογή του υποψηφίου του. Αναφορές μιλούσαν ακόμα και για εντολές στις ενορίες για τη διοργάνωση εορταστικής φιέστας, πριν καν η Ιεραρχία συνεδριάσει και αποφασίσει.
Αυτή η ενέργεια, αν αληθεύει, εγείρει ένα μείζον ζήτημα: Πώς είναι δυνατόν ένας Μητροπολίτης να προκαταλαμβάνει τη βούληση του ανώτατου συλλογικού οργάνου της Εκκλησίας;
Μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να εκληφθεί ως ασέβεια προς το σώμα της Ιεραρχίας, το οποίο αποτελείται από τους πλέον των 80 Μητροπολίτες και έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα της εκλογής των Επισκόπων.
Η απάντηση της Ιεραρχίας, τελικά, ήταν σαφής και δυναμική. Το Σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αγνοώντας την προτροπή ή την «προκατάληψη» του Μητροπολίτη Καισαριανής, εξέλεξε για βοηθό Επίσκοπο τον Αρχιμανδρίτη Χριστόδουλο Κοτσίφη, κάτι που υπογράμμισε την αυτονομία και το κύρος του συλλογικού οργάνου.
Εδώ όμως αρχίζει το πραγματικό αδιέξοδο. Έχουν περάσει μήνες από την εκλογή του προαναφερόμενου Αρχιμανδρίτη ως Επισκόπου Αστερίου. Παρά την στερεά απόφαση και βούληση της Ιεραρχίας, ο π. Χριστόδουλος παραμένει ανενεργός. Η χειροτονία του δεν έχει γίνει, ούτε έχει αναλάβει καθήκοντα ως βοηθός του Μητροπολίτη Καισαριανής.
Αυτή η παρατεταμένη -εσκεμμένη- καθυστέρηση είναι όχι μόνο πρωτοφανής, αλλά και αδικαιολόγητη καθώς βάζει τον π. Χριστόδουλο σε μια εξαιρετικά δυσχερή θέση. Φέρει τον τίτλο του εκλεγμένου Επισκόπου, αλλά δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η αναμονή, η αβεβαιότητα και η αδυναμία να υπηρετήσει την Εκκλησία όπως εξελέγη, δημιουργούν ένα κλίμα αγωνίας και απογοήτευσης για τον ίδιο και για όσους πιστούς τον ανέμεναν.
Η ανώμαλη κατάσταση αυτή γεννά μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει να απασχολήσουν όχι μόνο την εκκλησιαστική κοινότητα αλλά και την ευρύτερη κοινωνία:
Ποιον εξυπηρετεί αυτή η παρατεταμένη καθυστέρηση; Σίγουρα όχι τον θεσμό της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αντιθέτως, υπονομεύει την αξιοπιστία των αποφάσεων της Ιεραρχίας και δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια ανοχή στη μη εφαρμογή μιας απόφασης του σώματος όλων των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος;
Η Ιερά Σύνοδος και ο Αρχιεπίσκοπος, ως προεδρεύων αυτής, έχουν την ευθύνη να διασφαλίσουν την εφαρμογή των αποφάσεων της Ιεραρχίας.
Δεν περνάει από κανενός το μυαλό για το τι είδους προηγούμενο μπορεί να δημιουργηθεί;
Αν μια απόφαση της Ιεραρχίας μπορεί να αγνοηθεί, τότε ποιος είναι ο ρόλος και η εξουσία του ανώτατου αυτού σώματος; Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αναρχία και αμφισβήτηση της εκκλησιαστικής τάξης.
Το θέμα του Επισκόπου Αστερίου, Αρχιμανδρίτη Χριστόδουλου Κοτσίφη, θα απασχολήσει την Ιεραρχία στην επόμενη συνεδρίασή της; Την Ιερά Σύνοδο; Τον Αρχιεπίσκοπο; Είναι επιτακτική ανάγκη να δοθούν απαντήσεις και να ληφθούν μέτρα, ακόμη και κατά του Μητροπολίτη Καισαριανής.
Η ανάγκη για άμεση επίλυση
Η περίπτωση του Επισκόπου Αστερίου, Χριστόδουλου Κοτσίφη, είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης πιθανής δυσλειτουργίας. Οφείλουμε να δούμε με συμπόνια τον εκλεγμένο κληρικό που βρίσκεται σε αυτή την αδιέξοδη θέση. Έχει κληθεί να υπηρετήσει, να προσφέρει και να ποιμάνει, αλλά του στερείται αυτή η δυνατότητα.
Η Εκκλησία, ως πνευματικός και θεσμικός φορέας, οφείλει να προστατεύει τους λειτουργούς της και να διαφυλάσσει το κύρος των αποφάσεών της. Η άμεση επίλυση αυτής της εκκρεμότητας είναι απαραίτητη όχι μόνο για την αποκατάσταση της τάξης και την τήρηση των κανόνων, αλλά και για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του λαού προς τους θεσμούς της Εκκλησίας.
Αυτό το θέμα δεν πρέπει να μείνει στο σκοτάδι. Είναι μια ευκαιρία για την Εκκλησία να δείξει ότι λειτουργεί με διαφάνεια, δικαιοσύνη και σεβασμό προς τους κληρικούς της και τις δικές της αποφάσεις.