Η παρέμβαση της Τουρκίας στην εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη το 1972
Άρθρο του Μάθιου Νέιμι, που δημοσιεύθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2021 στην ιστοσελίδα «OrthodoxHistory.org», όπου ο Αμερικανός ιστορικός αναφέρεται στις εκλογές του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίες διενεργήθηκαν με την εμπλοκή των κυβερνήσεων Τουρκίας και ΗΠΑ.
Το 1948 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ο Αθηναγόρας Σπύρου, εν πολλοίς χάρη στην επιρροή της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και ιδίως του υπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ. Ο Μάρσαλ συμβουλεύθηκε προηγουμένως τον ισχυρό Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Σπύρο Σκούρα, που πρότεινε τον Αθηναγόρα, τότε Αρχιεπίσκοπο της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ο Αθηναγόρας ήταν ήδη πολύ γνωστός στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, ως συνεργαζόμενος με τις υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας από τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Κατά τον Σκούρα, «από τη θέση του ως υπουργός Εξωτερικών ο στρατηγός Μάρσαλ υποστήριξε χωρίς κανένα δισταγμό τον Αγιώτατο και χάρη κυρίως στη δική του επιρροή και τις προσπάθειές του η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να εκλέξει Πατριάρχη τον Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα και η τουρκική κυβέρνηση συμφώνησε με αυτή την εκλογή».
Δύο δεκαετίες αργότερα ο υπερογδοηκοντάχρονος πλέον Αθηναγόρας, ο οποίος γνώριζε ότι πλησιάζει το τέλος του, προσπάθησε να ετοιμάσει το έδαφος για τη διαδοχή του. Για άλλη μια φορά εξασφάλισε την υποστήριξη του Σπύρου Σκούρα, ο οποίος προσπάθησε να επηρεάσει παρασκηνιακά τη διοίκηση Νίξον ώστε να παρέμβει ακριβώς όπως είχε προηγουμένως κάνει η διοίκηση Τρούμαν. Όμως στις δεκαετίες που μεσολάβησαν η γεωπολιτική κατάσταση είχε αλλάξει, με αποτέλεσμα ο Νίξον να μην παραχωρήσει ούτε καν ακρόαση στον Σκούρα για να συζητήσει το θέμα.
Ο Αθηναγόρας δεν ήταν ο μόνος, που ενδιαφερόταν για το ζήτημα της διαδοχής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σύμφωνα με βρετανική κυβερνητική αναφορά, που καταρτίσθηκε τον Απρίλιο του 1970, «η τουρκική κυβέρνηση ασκούσε πίεση στο Πατριαρχείο ως προς το θέμα της διαδοχής. Ο [υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας] Πιπινέλης είπε, ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη δείξει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος δεν θα γινόταν δεκτός, έστω και μόνον επειδή το “προσωπικό του μητρώο” δεν ήταν άψογο, είχε στερηθεί την τουρκική υπηκοότητα διότι είχε αποφύγει τη στρατιωτική του θητεία και είχε προβεί σε σειρά δηλώσεων εχθρικών προς την τουρκική κυβέρνηση». Οι συντάκτες της βρετανικής αναφοράς είκαζαν ότι «οι Τούρκοι θα μπορούσαν να επιμείνουν στην εκλογή μιας απόλυτης μηδαμινότητας» και εξέφραζαν ανησυχία για το χειρότερο σενάριο να εκδιωχθεί το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη.
Τον επόμενο μήνα, στις 25 Μαΐου 1970, η Νομαρχία Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε κατευθυντήρια οδηγία σχετικά με την εκλογή των μελλοντικών Οικουμενικών Πατριαρχών. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, η Ιερά Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως όφειλε κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου να καταρτίσει κατάλογο υποψηφίων και να τον υποβάλει στον νομάρχη (βαλή) Κωνσταντινουπόλεως. Ο νομάρχης εν συνεχεία θα αφαιρούσε όποια ονόματα κρίνονταν ανεπιθύμητα από τις τουρκικές Αρχές και θα επέστρεφε τον διορθωμένο κατάλογο στην Ιερά Σύνοδο. Η Σύνοδος θα προχωρούσε στην εκλογή Πατριάρχη από τους προεγκεκριμένους υποψηφίους. (Σύμφωνα με μαρτυρία του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι, «οι διατάξεις επίσης όριζαν ότι εάν ο Πατριάρχης δεν σταθεί δυνατό να εκλεγεί εντός οκτώ ημερών, ο νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να διορίσει Πατριάρχη, παρόλο που αυτή η πτυχή της οδηγίας ουδέποτε εφαρμόσθηκε στην πράξη». Βλ. σσ. 132-133 αυτού του εγγράφου.
Στη βρετανική κυβερνητική αναφορά παρατέθηκε η επίσημη θέση της Τουρκίας, την οποία διατύπωσε αξιωματούχος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος ενημέρωσε τους Βρετανούς λίγο πριν την επίσημη απόφαση της 25ης Μαΐου 1970: «Όσον αφορά την εκλογή νέου Πατριάρχη, αυτή διενεργήθηκε από τα μέλη της Συνόδου. Τους ζητήθηκε να υποβάλουν στον Βαλή [νομάρχη] Κωνσταντινουπόλεως κατάλογο ονομάτων με τουλάχιστον τρεις υποψηφίους και ο Βαλής μπορούσε να διαγράψει από εκείνον συγκεκριμένα ονόματα. Αφού άσκησε το δικαίωμά του αυτό, οι τουρκικές Αρχές δεν θα δυσχέραιναν τη διεξαγωγή των εκλογών και όποιων τελετών ακολουθήσουν, υπό τον όρο ότι δεν θα είχαν βατικάνειες διαστάσεις».
Σε αναφορά του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την Ελλάδα, τον Ιούνιο του 1970, το ζήτημα της διαδοχής του Πατριάρχη εθίγη από την προοπτική των τεταμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων:
«Η Αθήνα προφανώς δεν έχει εργαστεί για ένα modus vivendi με την Άγκυρα ώστε να εξασφαλίσει μια απρόσκοπτη διαδοχή του 86χρονου Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη, σε περίπτωση θανάτου ή παραιτήσεως. Το κύρος της Ελλάδας είναι στενά συνδεδεμένο με το Πατριαρχείο, ενώ οι τουρκικές Αρχές διατηρούν μερικό δικαίωμα αρνησικυρίας στο ζήτημα της εκλογής διαδόχου. Εάν προέκυπταν διαφωνίες για την πρώτη πατριαρχική διαδοχή μετά από 23 και πλέον χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων θα μπορούσαν να επιδεινωθούν σοβαρά, ακόμη και μέχρι του σημείου να διακινδυνεύσει η συνέχιση της διαμονής στην Κωνσταντινούπολη είκοσι χιλιάδων Ελλήνων πολιτών» (Στην πραγματικότητα το 1964 οι Έλληνες πολίτες και άτομα με διπλή υπηκοότητα απελάθηκαν από την Τουρκία. Επομένως, μέχρι το 1971 όλοι οι ορθόδοξοι Έλληνες στην Τουρκία θα έπρεπε ήδη να έχουν γίνει Τούρκοι υπήκοοι).
Δύο μήνες μετά από αυτή την αναφορά ο Σπύρος Σκούρας απεβίωσε, έχοντας αποτύχει στην αποστολή του να συντονίσει μαζί με την κυβέρνηση των ΗΠΑ την διαδοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
(Για όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με τον Σκούρα, την εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη το 1948 και τις προσπάθειές του να επηρεάσει τη διοίκηση Νίξον βλ. το άρθρο μου επί του θέματος).
Τον ίδιο μήνα, που πέθανε ο Σκούρας, τον Αύγουστο του 1971, η τουρκική κυβέρνηση έκλεισε με τη βία τη Θεολογική Σχολή στη Χάλκη, ζήτημα, που παραμένει επώδυνο μέχρι σήμερα.
Τον Φεβρουάριο του 1972 οι τουρκικές Αρχές εξέδωσαν έναν επιπρόσθετο κανονισμό, κατά τον οποίο συμβολαιογράφος πρέπει να είναι μάρτυρας της εκλογής (Alexandris, The Greek Minority of Istanbul & Greek-Turkish Relations, 1918-1974, σ. 306).
Τον Μάρτιο του ίδιου έτους η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Άγκυρα ενημέρωσε ότι η Τουρκία φαίνεται να αναμένει ότι ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων θα γίνει ο επόμενος Πατριάρχης. (Τούτο επισημάνθηκε σε τηλεγράφημα), που έστειλε στο υπουργείο Εξωτερικών ο Πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Χένρι Τάσκα).
Στις 7 Ιουλίου 1972 πέθανε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Την ημέρα του θανάτου του Αθηναγόρα, στις 7 Ιουλίου 1972, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου (Ελληνοαμερικανός ο ίδιος, αν και μη ορθόδοξος χριστιανός) ευρισκόταν στο Χιούστον του Τέξας, όπου η Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής διεξήγαγε τη κληρικο-λαϊκή της Σύναξη. Εκείνο το πρωί ο Άγκνιου συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, επικεφαλής της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής. Ο Ιάκωβος ποθούσε να γίνει ο επόμενος Οικουμενικός Πατριάρχης, αλλά ήταν σε σύγκρουση με την τουρκική κυβέρνηση και πρακτικά δεν ήταν εκλόγιμος, διότι δεν είχε τουρκική υπηκοότητα. Ο Ιάκωβος ικέτευσε τον αντιπρόεδρο Άγκνιου να παραστεί στην κηδεία του Αθηναγόρα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά εκείνος αρνήθηκε, εικάζοντας μάλιστα ότι πιθανόν ο πρόεδρος Νίξον να ορίσει τον ίδιο τον Ιάκωβο ως επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας στην κηδεία.
Αφού συνομίλησε με τον Ιάκωβο ο Άγκνιου τηλεφώνησε στον υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ. Έχουμε στη διάθεσή μας την απομαγνητοφώνηση εκείνης της συνομιλίας, η οποία έχει αποχαρακτηρισθεί. Ο Κίσινγκερ αμέσως έδειξε ανησυχία μόλις έγινε λόγος να οριστεί ο Ιάκωβος ως εκπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών στην κηδεία, λέγοντας: «Πρέπει να είμαι σίγουρος ότι τούτο δεν σημαίνει υποστήριξη κάποιας πλευράς για τη διαδοχή». Ο Άγκνιου πίεσε λίγο, υποδεικνύοντας την αξία των Ελληνοαμερικανών ψηφοφόρων: «Η Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής είναι που πρέπει να μας ενδιαφέρει πρωτίστως. Έχουμε τεράστια υποστήριξη σε αυτή τη μεγάλη κοινότητα». Προειδοποίησε τον Κίσινγκερ «να μην υπολογίζουμε υπερβολικά τους Τούρκους επισκόπους, οι οποίοι δεν μας ωφελούν καθόλου μέχρι στιγμής», να επικεντρωθεί αντιθέτως στο να εξασφαλίσει την υποστήριξη «μιας πολύ μεγάλης μερίδας ευνοϊκά διακείμενων ψηφοφόρων». Ο Κίσινγκερ αντέδρασε: «Σκασίλα μου οι Τούρκοι επίσκοποι, αλλά όχι και η τουρκική κυβέρνηση». Ωστόσο, υποσχέθηκε να εξετάσει την ιδέα. Τις επόμενες μερικές ημέρες οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είχαν διαδοχικές συνομιλίες επί του θέματος με Τούρκους διπλωμάτες.
Δύο ημέρες αργότερα Τούρκος αξιωματούχος τηλεφώνησε στο Γραφείο Υποθέσεων Μέσης Ανατολής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αρνούμενος κατηγορηματικά τη δυνατότητα εισόδου του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου στην Τουρκία. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του υπουργείου Εξωτερικών που εστάλη την επόμενη ημέρα, «ο Τούρκος επιτετραμμένος Εγκέν τηλεφώνησε στην οικία του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Τουρκίας του Γραφείου Υποθέσεων Μέσης Ανατολής Ντίλον και είπε ότι έχει λάβει οδηγίες από την Άγκυρα να μεταφέρει στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι η απόφαση περί τυχόν νέας εισόδου του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου είχε εξετασθεί από την κυβέρνηση Τουρκίας σε ανώτατο επίπεδο, ότι δεν θα επιτραπεί η είσοδος του Ιακώβου στην Τουρκία, ότι ο Ιάκωβος ήταν πρώην Τούρκος πολίτης, ο οποίος στερήθηκε της υπηκοότητας και είχε εργαστεί εναντίον των συμφερόντων της Τουρκίας, ότι η παρουσία του στην Τουρκία κατά την ευαίσθητη περίοδο μετά τον θάνατο του Πατριάρχη θεωρήθηκε ιδιαιτέρως ανεπιθύμητη. Ο Εγκέν πρόσθεσε ότι “κατά τη γνώμη μας” ο Ιάκωβος ήθελε να λάβει άδεια εισόδου, προκειμένου να πολιτικολογήσει για τη διαδοχή στο Πατριαρχείο, ζήτημα, που ήταν “άκρως ευαίσθητο” στην Τουρκία».
Περίπου το ίδιο διάστημα ο αντιπρόεδρος Άγκνιου είχε άλλη μια τηλεφωνική συνομιλία με τον υπουργό Εξωτερικών Κίσινγκερ. Ο Κίσινγκερ στην ουσία μετέφερε το ίδιο μήνυμα, όπως είχε κάνει και το τηλεγράφημα του υπουργείου Εξωτερικών: «Έχω ελέγξει αυτό το θέμα ενδελεχώς… Οι πληροφορίες μας είναι ότι το θέμα έχει εξετασθεί σε ανώτατο επίπεδο στην Τουρκία και είναι απολύτως ανένδοτοι ως προς αυτό. Η αιτία είναι ότι ο Έλληνας Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι απλώς μια θρησκευτική μορφή και προφανώς, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, δεν επιθυμούν τον Ιάκωβο να γίνει Πατριάρχης τους».
Στις 12 Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος έστειλε τηλεγράφημα στον μελλοντικό πρόεδρο Τζορτζ Μπους, πρεσβευτή των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, αιτούμενος να υπάρξει μια «άμεση προσωπική έκφραση διαμαρτυρίας στον ΟΗΕ, ως αντίδραση στην άνευ προηγουμένου παρέμβαση της τουρκικής κυβερνήσεως στις εκλογές του Οικουμενικού Πατριάρχη, λόγω των απαιτήσεών τους ώστε ο επόμενος Πατριάρχης να εγκριθεί από τους ίδιους και η εκλογή να έχει ολοκληρωθεί εντός 72 ωρών».
Την επομένη, στις 13 Ιουλίου, ο Χάρολντ Σόντερς, εκ των κορυφαίων αξιωματούχων του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, απέστειλε σημείωμα στον Κίσινγκερ υποδεικνύοντας απευθείας: «Το ευκταίο της συνεχιζόμενης μη εμπλοκής μας κρίνεται προφανές». Ο Σόντερς στο σημείωμά του αναφέρθηκε στις συνεννοήσεις μεταξύ της τουρκικής κυβερνήσεως και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αφού περιέγραψε τη διαδικασία, κατά την οποία ο νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως οφείλει εκ των προτέρων να εγκρίνει τους υποψηφίους, ο Σόντερς ανέφερε: «Η διαδικασία αυτή είναι σε εξέλιξη από την κηδεία του Αθηναγόρα την Τρίτη. Αντιλαμβανόμαστε ότι η Ιερά Σύνοδος υπέβαλε κατάλογο (που περιλαμβάνει τον [Χαλκηδόνος] Μελίτωνα, τον υποψήφιο συμβιβασμού) στον νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αφότου οι Τούρκοι επέμειναν να το πράξουν εντός 72 ωρών. Ο τουρκικός Τύπος ενημερώνει ότι αφού οι Τούρκοι επιμεληθούν του καταλόγου, ενδέχεται να ζητήσουν διεξαγωγή της εκλογής εντός των επόμενων 72 ωρών. Τέλος, η τουρκική κυβέρνηση άφησε δημοσίως να εννοηθεί ότι εάν δεν ακολουθηθεί η διαδικασία της εκλογής, ίσως αναγκασθεί να διορίσει νέο Πατριάρχη, αν και είπαν στην Πρεσβεία μας στην Άγκυρα ότι επιθυμούν να το αποφύγουν αυτό».
Όλη αυτή η κατάσταση εξόργισε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, ο οποίος θεώρησε αυτό το επίπεδο τουρκικής παρεμβάσεως εξωφρενικό. Ο Σόντερς παρατήρησε: «Πιθανόν ο Ιάκωβος χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να πιέσει παρασκηνιακά για υποστήριξη, ενώ οι Τούρκοι θέλουν την υπόθεση να ολοκληρωθεί γρήγορα, ώστε να μην πολιτικοποιηθεί. Σε κάθε περίπτωση ο Ιάκωβος φαίνεται να έχει άδικο λέγοντας ότι η παρέμβαση της τουρκικής κυβερνήσεως είναι “άνευ προηγουμένου”. Όχι μόνο έχουν παρέμβει στην πράξη, αλλά φαίνεται ότι εξασφάλισε την εκλογή του Αθηναγόρα το 1948, πιέζοντας άλλους υποψήφιους να παραμερίσουν. Το πρόβλημα σήμερα έγκειται στο ότι αποκλείουν τον Ιάκωβο». Και το 1948 δεν ήταν το μόνο παράδειγμα τουρκικής εμπλοκής στις εκλογές στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Λ.χ. βλ. το άρθρο μου για την ταραχώδη εποχή 1917-1925 , όταν η τουρκική κυβέρνηση ενεπλάκη έντονα στις εσωτερικές υποθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βεβαίως, μπορούμε να παραθέσουμε και πολλά άλλα παραδείγματα από την οθωμανική περίοδο, κατά την οποία οι οθωμανικές Αρχές εκθρόνιζαν τακτικά τους Οικουμενικούς Πατριάρχες και ασκούσαν βέτο σε υποψήφιους.
Η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Άγκυρα ενημέρωσε τον Σόντερς ότι οι Τούρκοι είχαν υποσχεθεί «ότι δεν θα το παρακάνουν στην επεξεργασία του καταλόγου των υποψηφίων». Τούτο όμως αποδείχθηκε αναληθές. Η τουρκική κυβέρνηση όχι μόνον άσκησε εντέλει βέτο στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, αλλά αρνήθηκε και τον άλλο προβεβλημένο υποψήφιο, τον μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα. Όπως αφηγήθηκε αργότερα ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στις εκλογές του 1972 οι Τούρκοι άσκησαν βέτο σε όχι λιγότερους από τέσσερις υποψηφίους (Η Encyclopaedia of the Hellenic World πήγε ακόμη παραπέρα, ισχυριζόμενη ότι διαγράφηκαν πέντε υποψήφιοι).
Για τον Μελίτωνα το πρακτορείο Associated Press θα έγραφε ότι: «Η τουρκική κυβέρνηση, επιδιώκοντας να κρατήσει το Πατριαρχείο υπό τον έλεγχό της, διέγραψε από τον κατάλογο των αποδεκτών υποψηφίων το όνομα του μητροπολίτη Μελίτωνα. Ο Μελίτων, ως δεδηλωμένος προοδευτικός, είχε θεωρηθεί το φαβορί για την εκλογή».
Ο Σόντερς καταλήγει στο υπηρεσιακό του σημείωμα προς τον Κίσινγκερ σε ένα αρκετά άχαρο συμπέρασμα: «Το γεγονός είναι ότι οι Τούρκοι εδώ και χρόνια καταπιέζουν το Πατριαρχείο, επιθυμώντας εν μέρει να αποφασίσει να εγκαταλείψει τη χώρα. Δεδομένης της επιθυμίας των ορθοδόξων να μείνουν στην Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες, τουλάχιστον, φαίνεται να έχουν αποδεχθεί να ζουν υπ’ αυτήν την κατάσταση. Είναι αμφίβολο ότι μπορούμε να το αλλάξουμε».
Η εκλογή του επόμενου Οικουμενικού Πατριάρχη έλαβε χώρα στο Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη στις 16 Ιουλίου. Με τους κορυφαίους υποψηφίους Μελίτωνα και Ιάκωβο, καθώς και τουλάχιστον άλλους δύο, να έχουν αποκλεισθεί από την κούρσα, οι τρείς τελικοί υποψήφιοι ήταν οι μητροπολίτες Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριος, Ανέων Νικόλαος και Κολωνίας Γαβριήλ.
Το πρακτορείο The Associated Press έγραψε: «Και οι τρεις υποστηρίχθηκαν από την πτέρυγα του Μελίτωνα, στην οποία ανήκουν οχτώ από τους δεκαπέντε μητροπολίτες». Τα δεκαπέντε μέλη της Ιεράς Συνόδου διεξήγαγαν μυστική ψηφοφορία ρίχνοντας τα ψηφοδέλτια σε ασημένια κάλπη, που ήταν τοποθετημένη μπροστά στον πατριαρχικό θρόνο. Δώδεκα από τις δεκαπέντε ψήφους δόθηκαν υπέρ του Δημητρίου και ο Μελίτων, ο οποίος ως μητροπολίτης Χαλκηδόνος προήδρευσε της εκλογής, ανακοίνωσε το αποτέλεσμα και ανέκραξε: «Άξιος! Άξιος!».
Ο Δημήτριος πράγματι ήταν ένα «σκοτεινό άλογο» στην κούρσα, ένας ταπεινός και μέχρι τότε άγνωστος πνευματικός και ποιμένας. Σχολιάζοντας τις εκλογές το πρακτορείο The Associated Press έγραψε: «Οι πηγές μας είπαν ότι στην πλειονότητα των ζητημάτων ο Δημήτριος θα καθοδηγείται από τον Μελίτωνα, ο οποίος είναι ένας ισχυρός υπέρμαχος της ορθόδοξης ενότητας. Ο Δημήτριος είναι στην ουσία ένας πνευματικός ποιμένας με μικρή εμπειρία στα θέματα του κράτους, συμπλήρωσαν».
Ο Πατριάρχης Δημήτριος παρέμεινε στον θρόνο σχεδόν δύο δεκαετίες, μέχρι τον θάνατό του το 1991. Η εκλογή του διαδόχου του, Πατριάρχη Βαρθολομαίου, διεξήχθη πολύ ομαλότερα, με τον νομάρχη της Κωνσταντινουπόλεως να μην ασκεί βέτο για κανέναν υποψήφιο.