Βάπτιση ήθελε η μητέρα, απλή ονοματοδοσία ο πατέρας – Το «ξεκαθάρισμα» από τον Άρειο Πάγο
Mια οικογενειακή διαφωνία που αφορούσε το όνομα και τη βάπτιση ενός ανήλικου παιδιού έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο, ο οποίος έβαλε τέλος στην ένταση που προέκυψε μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων (ΑΠ 42/2025).
Οι γονείς είχαν αρχικά συμφωνήσει για το όνομα του παιδιού, το οποίο χρησιμοποιούνταν κανονικά στην οικογένεια, στο σχολείο και στο κοινωνικό του περιβάλλον. Μετά τη διάλυση της συμβίωσής τους και την αποχώρηση του πατέρα από το σπίτι, οι σχέσεις τους έγιναν έντονες και δύσκολες. Ο πατέρας ήθελε η γονική μέριμνα να περιοριστεί μόνο στην επιλογή του ονόματος και δεν συμφωνούσε με τη βάπτιση. Η μητέρα, αντίθετα, ζητούσε να βαπτιστεί το παιδί σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρώντας ότι αυτό είναι προς όφελος του παιδιού.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια του παιδιού στη μητέρα και όρισε το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα. Στη συνέχεια, οι γονείς άσκησαν αγωγές για την ονοματοδοσία και τη βάπτιση του παιδιού.
Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, εξετάζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διατήρηση του ονόματος που είχε ήδη δοθεί στο παιδί είναι προς το συμφέρον του. Απορρίφθηκε η πρόταση για διπλό όνομα, λόγω του κινδύνου σύγχυσης και ψυχικής επιβάρυνσης του παιδιού, ενόψει της υφιστάμενης αντιδικίας μεταξύ των γονέων.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η βάπτιση είναι αναγκαία για να ενισχυθεί ο ψυχικός και κοινωνικός δεσμός του παιδιού με το οικογενειακό και σχολικό του περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη το θρησκευτικό πλαίσιο όπου μεγαλώνει. Εξουσιοδότησε τη μητέρα να προχωρήσει μονομερώς στη βάπτιση, χωρίς αυτό να θεωρείται διακριτική μεταχείριση. Το παιδί, που φοιτά σε ελληνικό σχολείο με ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κοινωνικές δυσκολίες αν δεν βαπτιζόταν, σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου. «Εξάλλου, αργότερα, με την πρόοδο της ηλικίας του και την αύξηση της ωριμότητάς του, θα έχει τη δυνατότητα να προβεί σε προσωπική επιλογή του για την τυχόν μεταβολή του θρησκεύματός του», όπως επί λέξει παρατήρησε το δικαστήριο.
Το «ξεκαθάρισμα» από τον Άρειο Πάγο
Η απόφαση του Αρείου Πάγου επικύρωσε την κρίση του Εφετείου, κρίνoντας ότι η απόφαση είναι νόμιμη και πλήρως αιτιολογημένη.
Ειδικότερα, τονίστηκε ότι η έννοια του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία συγκεκριμενοποιείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης και απαιτεί την εξέταση όλων των κρίσιμων στοιχείων, όπως η ηλικία, η υγεία, η κοινωνική και ψυχική κατάσταση του παιδιού, καθώς και οι σχέσεις του με το ευρύτερο περιβάλλον.
Εν προκειμένω, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η διατήρηση του ονόματος, όπως ήδη χρησιμοποιείται, εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον του παιδιού και η υιοθέτηση διπλού ονόματος, λόγω της υφιστάμενης έντασης ανάμεσα στους γονείς, θα δημιουργούσε σύγχυση και ψυχική αναστάτωση.
Επίσης, κρίθηκε ότι η βάπτιση του παιδιού σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό είναι αναγκαία για την ψυχική και κοινωνική ανάπτυξή του, και η επιλογή αυτή δεν αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας των γονέων, αφού η απόφαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου.
Τελικώς, ο Άρειος Πάγος απέρριψε τους λόγους αναίρεσης που στηρίζονταν σε αιτιάσεις ελλείψεων νόμιμης βάσης και ανεπαρκούς αιτιολογίας, θεωρώντας ότι το Εφετείο έδωσε σαφείς, πειστικές και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες.