Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Φιλόθεος: Ιεράρχης γήϊνος, απλός -αλλά όχι απλουστευτικός, ήρεμος, σαφής, καταληπτός από τον καθένα, ανθρώπινος
«Ο σεβασμός του ιερού αποτελεί χρέος για να σέβεσαι τα ιερά του άλλου, αυτό που για εσένα δεν είναι ιερό αλλά αποτελεί ιερό για τον άλλον εσύ οφείλεις να το σεβαστείς. Εμείς, ασφαλώς, ως Ορθοδοξία, πιστεύουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια, ως συνέχεια της Εκκλησίας του Χριστού, από την οποία απεκόπησαν, κατά καιρούς στην ιστορία, κάποιοι εκ των Χριστιανών που αποτελούν τα άλλα δόγματα τα Χριστιανικά, αυτό δεν σημαίνει, επειδή ως Ορθόδοξος κατέχω την αλήθεια, δεν θα πρέπει να σεβασθώ και την αλήθεια του άλλου, αυτή που για εμένα είναι υποκειμενική αλήθεια ή ότι δεν θα πρέπει να σεβασθώ τη λατρεία του άλλου. Πώς να μη σεβασθώ αυτό που εκείνος τελεί εκείνη την ώρα, να πάρω δηλαδή το Άγιο Ποτήριο το δικό του και να το χύσω στη γη, τον προσβάλλω βάναυσα, δεν σέβομαι την ιερότητα που ο άνθρωπος αυτός προσδίδει εκείνη τη στιγμή. Το ίδιο θα ισχυρισθώ και για έναν Μουσουλμάνο ή Ινδουϊστή την ώρα της λατρείας του».
Θα το πω και θα το γράψω, όπως μού βγαίνει, ανεπιτήδευτα, με τις λέξεις που μού έρχονται αυτομάτως, διότι η ίδια η «εικόνα» του μηνύματος που προβάλλει σε υποχρεώνει προς τούτο, δεν σού επιτρέπει, δεν σού αφήνει περιθώρια δικής σου, υποκειμενικής ερμηνείας και αντίστοιχου σχολιασμού των πραγμάτων:
Αναφέρομαι στη συνέντευξη που παρεχώρησε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παναγιώτατος κ. Φιλόθεος εις τον εξαιρετικό συνάδελφο και καλό φίλο, Παντελή Σαββίδη, από την εκπομπή του «Πρίσμα» στη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης (ΤV100). Μεταδόθηκε τη Μεγάλη Πέμπτη, 2 Μαΐου 2024, και ομολογώ ότι με καθήλωσε, παρακολουθώντας τον πλούσιο λόγο που αναπτύχθηκε σε αυτήν από τον Παναγιώτατο, τελικώς ένα πλούσιο λόγο σε ιδέες και κατευθύνσεις ζωής που αναπτύχθηκε σε αυτήν. Εξαιρετική εκπομπή…
Αυτό που προκύπτει από τη συνέντευξη αυτή είναι η εικόνα που προβάλλει από το πρόσωπο του Παναγιωτάτου Θεσσαλονίκης, μέσω των μηνυμάτων που εξέπεμψε: Ένας λόγος κατ’ εξοχήν γήϊνος, απλός-αλλά όχι απλουστευτικός, ήρεμος, σαφής, καταληπτός από τον καθένα, ανθρώπινος, από το επίπεδο του Ιεράρχη που δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο του και την αποστολή του αφ’ υψηλού, αλλά με τη δική του «προσγείωση» εις το επίπεδο του απλού ανθρώπου, πιστού ή μη. Και τελικώς ενός ανθρώπου με καθαρές ιδέες, που γνωρίζει καλώς και φροντίζει να επικοινωνεί με τον βέλτιστο τρόπο, προάγοντας εν τέλει την εικόνα και την αποστολή της Εκκλησίας μας, την οποία υπηρετεί με το ατομικό του πρότυπο.
Ο Παναγιώτατος Θεσσαλονίκης αντιλαμβάνομαι ότι είναι ένας Ιεράρχης του «εμείς» και της συμπερίληψης, αντιλαμβανόμενος-και γιατί όχι προσεταιριζόμενος/αποδεχόμενος- το δυναμισμό μιας τέτοιας δύναμης των πραγμάτων: «Το μέλλον χαράσσεται από τις συνεργασίες, από το εμείς» είπε στον Παντ. Σαββίδη. Και σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ετοποθέτησε και την συνάντηση των πέντε Επιταφίων από ισάριθμους μεγάλους Ιερούς Ναούς της συμπρωτεύουσας το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στην Πλατεία Αριστοτέλους, σε συνέχεια σχετικής πρότασης από το Δήμαρχο της πόλης.
Ο αμοιβαίος σεβασμός της Ιεροσύνης κάθε Θρησκείας και μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων, μετά το μεγάλο σχίσμα του 1.054, αποτελεί για το Φιλόθεο κλειδί για την παραγωγή και προαγωγή ενός αντίστοιχου πολιτισμού διαλόγου και σεβασμού, που αποτυπώνεται και στην αντίστοιχη λατρεία:
«Ο σεβασμός του ιερού αποτελεί χρέος για να σέβεσαι τα ιερά του άλλου, αυτό που για εσένα δεν είναι ιερό αλλά αποτελεί ιερό για τον άλλον εσύ οφείλεις να το σεβασθείς. Εμείς, ασφαλώς, ως Ορθοδοξία, πιστεύουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια, ως συνέχεια της Εκκλησίας του Χριστού, από την οποία απεκόπησαν, κατά καιρούς στην ιστορία, κάποιοι εκ των Χριστιανών που αποτελούν τα άλλα δόγματα τα Χριστιανικά, αυτό δεν σημαίνει, επειδή ως Ορθόδοξος κατέχω την αλήθεια, δεν θα πρέπει να σεβασθώ και την αλήθεια του άλλου, αυτή που για εμένα είναι υποκειμενική αλήθεια ή ότι δεν θα πρέπει να σεβασθώ τη λατρεία του άλλου. Πώς να μη σεβασθώ αυτό που εκείνος τελεί εκείνη την ώρα, να πάρω δηλαδή το Άγιο Ποτήριο το δικό του και να το χύσω στη γη, τον προσβάλλω βάναυσα, δεν σέβομαι την ιερότητα που ο άνθρωπος αυτός προσδίδει εκείνη τη στιγμή. Το ίδιο θα ισχυρισθώ και για έναν Μουσουλμάνο ή Ινδουϊστή την ώρα της λατρείας του», κρατώ από τα λόγια του, σχεδόν περίπου αυτολεξεί.
Ο Παναγιώτατος στέλνει ακόμη το μήνυμα ενός ανθρώπου που παρακολουθεί τις σύγχρονες εξελίξεις, με πνεύμα κριτικό, όχι δαιμονολογικό, όπως συνήθως συναντούμε, εντύπωση που τεκμηριώνω, πάλι από τα ίδια τα λεγόμενά του:
–«Η παράδοση δεν είναι για εμάς κάτι στατικό, αλλά κάτι δυναμικό. Πρέπει να προσαρμοζόμαστε στις τρέχουσες καταστάσεις, δίχως τα δόγματά μας να αλλάζουν. Η παράδοση δεν σημαίνει τη διατήρηση κάποιων απολιθωμένων καταστάσεων, αλλά με ένα δυναμικό τρόπο πρόσληψη του παρόντος και τη μετουσίωσή του σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής με τον οποίο η Εκκλησία ζει και πορεύεται ανά τους αιώνες, προσαρμοζόμενη στις τρέχουσες καταστάσεις, δίχως τα δόγματα δεν αλλάζουν, είναι συγκεκριμένα. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ζουν την Εκκλησία μπορεί να επιδέχεται αλλαγές, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία στη ζωή, αρκεί να μην επηρεάζεται η ίδια η ουσία της πίστεως»
–«Συνωμοσιολόγοι όχι, υποψιασμένοι ναι, να μην αφήσουμε να περάσει αυτή η αλλοίωση, απέναντι στο ανθρώπινο πρόσωπο, χρειάζονται όρια και πλαίσια που θα εφαρμοσθούν και που κανείς δεν θα κάνει πίσω» σχετικώς με την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία έχει να κάνει με την αλλαγή του ανθρωπολογικού είδους.
–«Η Εκκλησία υπήρχε πριν το Κράτος και θα υπάρχει μετά το Κράτος, όμως επειδή υπάρχουν πολλά που μάς απασχολούν θέλουμε να έχουμε μία καλή και αρμονική σχέση με το όποιο Κράτος. Από εκεί πέρα, ακόμη κι αν το Κράτος πει “εμείς δεν θέλουμε να έχουμε καμία απολύτως σχέση με την Εκκλησία”, πρέπει κι αυτό να οριοθετηθεί, να δούμε τί σημαίνει, τί συνεπάγεται, τί επιπτώσεις θα έχει γιά την Εκκλησία, τους ανθρώπους, την εκκλησιαστική κοινότητα, να τα συζητήσουμε όλα. Δεν φοβάται (η Εκκλησία) την οποιαδήποτε αλλαγή, αλλά πρέπει κι εμείς, ως άνθρωποι, να προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό που, κάποια στιγμή, αναπόφευκτα θα έλθει, γιατί είναι στο μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών να μετασχηματίζονται και να αλλάζουν».
Εν τέλει, από τα λόγια καταλλαγής των ημερών και πνεύματος ανθρώπινης συγκατάβασης και «εξημέρωσης» παθών και κραυγών κρατώ από τα λόγια του Παναγιωτάτου: «Ο άνθρωπος πρέπει να κοινωνεί με το συνάνθρωπό του, παρά τη διαφορετικότητά του, που μπορεί να έχει. Είμαστε μέτοχοι στην κοινή ανθρώπινη φύση, όλοι άνθρωποι είμαστε, δεν υπάρχουν άνθρωποι ή υπεράνθρωποι ή υπάνθρωποι, όπως κάποιοι λέγουν. Μετέχουμε όλοι στην κοινή ανθρώπινη φύση κι αν αυτό δεν το καταλάβουμε, τότε δεν έχουμε μέλλον».
Προσπαθώντας την προηγούμενη μικρή περίληψη όσων είπε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, απαντώντας στις εύστοχες και με καλή γνώση περί των θρησκειολογικών ερωτήσεις του Παντελή Σαββίδη, σκέπτομαι ότι η επιλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Ιερώνυμου να τον επιλέξει για Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, της συμπρωτεύουσας του Ελληνικού Κράτους μάλλον τον δικαιώνει απόλυτα: Ο Μητροπολίτης που δεν έχει κανένα πρόβλημα να βγει στον δρόμο μόνος για τα ατομικά του ψώνια, στους ίδιους δρόμους που περπάτησε ως φοιτητής του ΑΠΘ, προς έκπληξη πολλών Θεσσαλονικέων, αντί να στείλει προς τούτο το Διάκονό του, είναι ο ίδιος που προβάλλει ένα πρόσωπο της Ελλαδικής Εκκλησίας ανοικτό, με ευήκοον ους εις τα προβλήματα και τις απαιτήσεις των καιρών.
Κι όλα τα προηγούμενα, εάν αναλογισθούμε και συνεκτιμήσουμε τις προνομίες των οποίων απολαμβάνει ο εκάστοτε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, εντός του πλαισίου της Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής Εκκλησίας, στην οποία προηγουμένως κατείχε τη θέση του Αρχιγραμματέως. Εξ ού και προσφωνείται «Παναγιώτατος», μόνος εκ των Μητροπολιτών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Νομίζω, ότι η συνέντευξη του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παναγιωτάτου κ. Φιλόθεου (από τις 9 Οκτωβρίου 2023, οπότε ενθρονίσθηκε), Επισκόπου Ωραιών προηγουμένως, προσέφερε στην κατεύθυνση αυτή και κατά τούτο είναι πολλαπλώς χρήσιμη.
Θέλω, όμως, να συγχαρώ και τον ερωτώντα συνάδελφο, δημοσιογράφο Παντελή Σαββίδη, για την άρτια συνέντευξη που έλαβε, χάρις στην πλούσια παιδεία που διαθέτει και «διαποτίζει» τις ερωτήσεις που θέτει.
Είναι προφανές, ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς τη συνέντευξη, να αναλογισθεί με όσα ακούγονται και να αναλογισθεί κατά την κρίση του.