Αρτινός αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός επιστρατεύθηκε από το Βρετανικό Μουσείο για να ηγηθεί της αποστολής «κλεμμένοι θησαυροί»
Χαμένα, κλεμμένα ή ακόμα και κατεστραμμένα. Ποιός έχει ξεχάσει τους τρεις αυτούς επιθετικούς προσδιορισμούς, που χρησιμοποίησε το Βρετανικό Μουσείο για 2.000 αντικείμενα της συλλογής του δυο μήνες πριν;
Κανείς και ακόμα περισσότερο ο ίδιος ο οργανισμός, που προσπαθεί να σώσει οτιδήποτε μπορεί να σωθεί.
Η θετική εξέλιξη ήρθε αυτή την εβδομάδα: 350 θησαυροί ανακτήθηκαν και ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής τους προς το μουσείο.
«Υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να μάθουμε από αυτό που συνέβη», επανέλαβε την Τετάρτη στη συνεδρίαση της επιτροπής του υπουργείου Πολιτισμού, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, ενώ χαρακτήρισε τόσο τον εαυτό του όσο και το μουσείο «θύματα μιας δουλειάς εκ των έσω».
Πλήγμα στη φήμη του Βρετανικού Μουσείου
Μόλις τον Αύγουστο το μουσείο αντιλήφθηκε ότι σχεδόν 2.000 αντικείμενα της συλλογής του, ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, είχαν κάνει φτερά. Η εξαφάνιση αφορούσε πιο μικρά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως κοσμήματα αλλά και πολύτιμους λίθους, που βρίσκονταν σε αποθήκη του μουσείου για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς. Αφότου έγινε γνωστό, ο επί οχτώ χρόνια διευθυντής του, Χάρτβιχ Φίσερ παραιτήθηκε.
Η ζημιά όμως είχε ήδη γίνει. Η φήμη του Βρετανικού Μουσείου πληγώθηκε, ενώ η γενικότερη λειτουργία του τέθηκε υπό αμφισβήτηση για πρώτη φορά στα 270 χρόνια από την ίδρυσή του. Καθηγητές αρχαιολογίας και γενικότερα ο κλάδος χαρακτήρισε «απαράδεκτο» το συμβάν, ενώ αρκετές χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, ζήτησαν ακόμη εντονότερα την επιστροφή των δικών τους αρχαιοτήτων.
Οι νέες αποφάσεις που πρέπει να πάρει το μουσείο είναι πολλές και δύσκολες. Ο υπηρεσιακός διευθυντής Σερ Μαρκ Τζόουνς έδωσε το στίγμα: «Θα ψηφιοποιήσουμε όλη μας την συλλογή». Αυτό σημαίνει ότι όλος ο κόσμος θα μπορεί να δει οποιοδήποτε αρχαιολογικό εύρημα της συλλογής, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, μέσω της ηλεκτρονικής σελίδας του οργανισμού. «Πιστεύω έντονα ότι η καλύτερη απάντηση στους κλέφτες είναι να αυξήσεις την ορατότητα της συλλογής. Γιατί όσο μια συλλογή γίνεται γνωστότερη, οποιαδήποτε απώλεια θα γίνει αντιληπτή γρηγορότερα», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Χρήστος Τσιρογιάννης: Ο Έλληνας αρχαιολόγος στο νέο πρότζεκτ του μουσείου
Το εγχείρημα αυτό υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί, καθώς το μουσείο διαθέτει σχεδόν οχτώ εκατομμύρια αρχαιολογικά ευρήματα. Σύμφωνα με τις δηλώσεις πάντως έχει ήδη αλλάξει η πολιτική για τις κλοπές και η ασφάλεια έχει αυστηροποιηθεί. Στην προσπάθεια του μουσείου να συμμαζέψει το πρωτοφανές χάος, επιστράτευσε μάλιστα πριν από ένα μήνα τον Χρήστο Τσιρογιάννη. Ο Έλληνας αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός εξειδικεύεται στην ταυτοποίηση αρχαιοτήτων που διακινήθηκαν παράνομα και κατά παράβαση της σύμβασης της UNESCO για την προστασία πολιτιστικών θησαυρών. Θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων επιστημόνων διεθνώς στον τομέα της εγκληματολογικής αρχαιολογίας.
Ο Δρ. Χρήστος Τσιρογιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Aarhus Institute of Advanced Studies και επικεφαλής της ομάδας εργασίας Illicit Antiquities Trafficking της έδρας της Unesco για τις απειλές κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς και τις σχετικές με την πολιτιστική κληρονομιά δραστηριότητες, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, που έχει ως επίκεντρο την προστασία των αρχαιοτήτων και τα δίκτυα trafficking. Είναι μέλος της Archaeological Unit του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και συνεργάτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.
Ο Δρ. Χρήστος Τσιρογιάννης, ουσιαστικά έχει αναλάβει δύο καθήκοντα στο Βρετανικό Μουσείο:
Θα ηγηθεί της αναζήτησης των κλεμμένων αρχαιοτήτων και θα μελετήσει την ίδια την συλλογή του μουσείου. Συγκεκριμένα, θα εξετάσει το ενδεχόμενο ύπαρξης αντικείμενων της συλλογής που έχουν φτάσει στο μουσείο μέσω αρχαιοκαπηλίας ή λαθρεμπορίας και, αν κάτι τέτοιο πράγματι ισχύει, θα φροντίσει να επιστραφούν στις χώρες νόμιμης ιδιοκτησίας. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο ίδιος είχε πλησιάσει το μουσείο ένα χρόνο πριν για να αναλάβει το έργο από τότε. Δεν είχε λάβει όμως απάντηση από τον τότε διευθυντή του μουσείου, με αποτέλεσμα να πάρει το πράσινο φως μόλις τον Σεπτέμβριο, αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο κλοπής.