Ο Μητροπολίτης Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιος στα θυρανοίξια του Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Απιδέας
Ώρα 7η απογευματινή της Κυριακής 13 Αυγούστου 2023 τελέσθηκαν, με εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια και προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Σπάρτης κ. Ευσταθίου, τα θυρανοίξια του ιστορικού παλαιοχριστιανικού Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Απιδέας. Το έργο, που ήταν ενταγμένο στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Πελοποννήσου και διήρκεσε τρία χρόνια, είχε προϋπολογισμό 1.035.000€.
Ακολούθησε, εντός του Ναού, η τέλεση Ιεράς Παράκλησης προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Κατόπιν ο Σεβασμιώτατος ευχαρίστησε αρχικά τον Θεό που επέτρεψε την ολοκλήρωση του σπουδαίου αυτού έργου. Στη συνέχεια εξέφρασε ευχαριστίες προς όλους όσοι συνέβαλαν στην υλοποίηση της αποακτάστασης μέσα σε πνεύμα αγαστής συνεργασίας. Ιδιαίτερα για τους Ιερούς Ναούς μας επισήμανε ότι αποτελούν σχολεία, νοσοκομεία ψυχών και φωτεινούς πνευματικούς φάρους, ενώ ταυτόχρονα αδελφοποιούν τους εισερχομένους σε αυτούς και ενώνουν γενεές.
Η εκδήλωση επισφραγίστηκε με την απονομή τιμητικών πλακετών από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Απιδέας, στην παρούσα Υπουργό Πολιτισμού κα Λίνα Μενδώνη, καθώς και στους δύο ιεροψάλτες του Ιερού Ναού, τους κυρίους Λεωτσάκο και Λαμπράκο. Ιδιαίτερα για τον κ. Λεωτσάκο, υιό του αειμνήστου πατρός Μιχαήλ, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας επισήμανε ότι, αν και μένει μόνιμα στην Αθήνα και αντιμετωπίζει πρόβλημα με την όρασή του, έρχεται ανιδιοτελώς στην Απιδέα κάθε Σαββατοκύριακο και κατά τις εορτές για να ψάλλει, φανερώνοντας την βαθιά του πίστη στον Θεό και την απύθμενη αγάπη για τον τόπο καταγωγής του.
Ο Ιερός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, είναι κηρυγμένος ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης θολοσκέπαστης βασιλικής και είναι ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα «ανατολίζουσας» βασιλικής του ελλαδικού χώρου.
Αποτελεί μετασκευή παλαιότερου παλαιοχριστιανικού ξυλόστεγου ναού (τέλη 5ου αιώνα), που μετατράπηκε σε θολοσκέπαστο κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (10ο αιώνα). Ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού, χρονολογείται στα τέλη του 19ου – αρχές 20ου αιώνα και συνίσταται στην διάπλαση των επιφανειών με τραβηχτά επιχρίσματα.
Το μνημείο έχει μαρμάρινο τέμπλο (τέλη 13ου αιώνα), με ορισμένα προγενέστερα τμήματα του 12ου – αρχών 13ου αιώνα. Προγενέστερα αρχιτεκτονικά μέλη έχουν χρησιμοποιηθεί σε αρκετά σημεία στις όψεις του ναού και ως κιονόκρανα και επιθήματα των κιόνων του μνημείου.
Το ξυλόγλυπτο τμήμα του τέμπλου στηρίζεται στο γλυπτό μαρμάρινο και έχει επενδυθεί με φύλλα χρυσού. Στην νοτιοδυτική του γωνία έχει προστεθεί υψηλό κωδωνοστάσιο (18ος – 19ος αιώνας), που ανήκει στον τύπο των πυργόμορφων. Στη δομή του κωδωνοστασίου έχει ενσωματωθεί σε τρία τμήματα βυζαντινή μαρμάρινη σαρκοφάγος, η οποία βρισκόταν στο βόρειο κλίτος (αριστερό ψαλτήρι) και συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα γλυπτά έργα τέχνης του 11ου – 13ου αιώνα.
Η ιστορικότητα του μνημείου συνάδει ακόμη, με την συμβολή της νομισματικής μαρτυρίας των οκτώ (8) χρυσών νομισμάτων, που ανευρέθηκαν στον περίβολο της εκκλησίας και φυλάσσονται στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, με την ένδειξη «Θησαυρός 31»: Ιουστίνος Β΄ 6 σόλιδοι, Τιβέριος Β΄ 1 σόλιδος, Μαυρίκιος 1 σόλιδος, με κατάταξη κοπής από το έτος 582 έως το 602 μ.Χ.
Ωστόσο, η ιστορία ενός τόπου δεν μένει στάσιμη και κάθε εποχή οφείλει να αφήνει το αποτύπωμά της.
Η προστασία των μνημείων της Απιδιάς και η διατήρηση της «μνήμης» της ιστορικής της κληρονομιάς, αποτελούσε διακαή πόθο επί σειρά ετών για τους οικιστές της. Με περίσσια αγάπη για τον ναό και αρκετή θέληση, το εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 18/1/2018, ξεκίνησε όλες εκείνες τις απαιτούμενες διαδικασίες για την ένταξη του έργου αποκατάστασης του μνημείου σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα, σύμφωνα με την από 27/4/2011 εγκριθείσα μελέτη.
Οι διάφορες εργασίες που είχαν εκτελεστεί κατά το παρελθόν από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, όπως αρμολογήματα, επικεράμωση του κυρίως ναού και στερέωση του κωδωνοστασίου, έδωσαν λύση σε ορισμένα μόνο από τα προβλήματα, ωστόσο υπήρχαν κι άλλα που καθιστούσαν αναγκαία την λήψη περαιτέρω μέτρων, όπως δομικά, οικοδομικά, αισθητικά και λειτουργικά. Επιχειρηματολογώντας μέσα από ελληνικές και κυρίως ξένες βιβλιογραφίες, προβλήθηκαν όλα εκείνα τα σημαντικά στοιχεία, που τεκμηρίωναν την πολιτισμική αξία του μνημείου, εστιάζοντας στην παλαιότητα, την σπανιότητα, το σπουδαίο γλυπτό διάκοσμο, αλλά και τις διαδοχικές οικοδομικές του φάσεις, που έχουν αφήσει στο μνημείο το αποτύπωμα μιας συνεχούς ζωής, από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (1) μέχρι τις μέρες μας.
Στις 10/7/2019, η προσπάθεια αυτή απέδωσε καρπούς και το μνημείο συγχρηματοδοτήθηκε από τις πιστώσεις του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Πελοπόννησος 2014 – 2020» της Περιφέρειας Πελοποννήσου του ΕΣΠΑ, με προϋπολογισμό μελέτης ενός εκατομμυρίου, τριάντα πέντε χιλιάδων, τετρακοσίων (1.035.400,00) ευρώ, ανάμεσα σε δεκαπέντε διεκδικούμενα έργα, επί συνολικών προγραμματικών πόρων τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ.
Οι βλάβες που παρουσιάζονταν στο ναό σύμφωνα με την μελέτη του έργου, οφείλονταν στην μετασκευή του από ξυλόστεγο σε θολοσκεπή, σε μεταγενέστερες προσθήκες και τροποποιήσεις και στη σεισμική δραστηριότητα της περιοχής.
Το έργο εκτελέστηκε από την Διεύθυνση Αναστύλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, από 17/8/2020 έως 28/5/2023 κι εν συνεχεία η σκυτάλη των εργασιών πέρασε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας, για την συντήρηση του ξυλόγλυπτου τμήματος του τέμπλου, του δεσποτικού θρόνου και των φορητών εικόνων.
Οι εργασίες αυτές προσέφεραν παράλληλα και νέα ευρήματα, τα οποία θα αξιολογηθούν από τους καθ’ ύλην αρμόδιους.
Οι δύο πλίνθινοι σταυροί που βρέθηκαν εκατέρωθεν του επισκοπικού θρόνου στο σύνθρονο (κεντρική κόγχη), αλλά και η παλαιά πλινθοδομή του ανακουφιστικού τόξου της παλαιότερης δυτικής πύλης εισόδου. Η λίθινη δεξαμενή που αναδείχθηκε πρόσφατα εντός του ναού και συγκεκριμένα στον νάρθηκα και ομοιάζει με φιάλη αγιάσματος ή ακόμη με κολυμβήθρα βαπτίσεως. Η μεγάλη βυζαντινή τοιχογραφία που ανευρέθηκε στην όψη του δυτικού τοίχου (στην περιοχή του παραθύρου μέχρι την γένεση της καμάρας) και αναπαριστάνει την Δευτέρα Παρουσία (13ου αιώνα), η οποία καλύφθηκε προσωρινά αφού προστατεύτηκε με στερέωση της ζωγραφικής επιφάνειας, προκειμένου να κριθεί στο μέλλον η διαδικασία ανάδειξης της.