29 Μαΐου 1453: Η Άλωση της Πόλης - Απόσπασμα από το «Χρονικόν» του Γεωργίου Φραντζή
Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1487;) ήταν ανώτερος αξιωματούχος (πρωτοβεστιάριος) της αυτοκρατορικής αυλής του Βυζαντίου και επισφράγισε τον βίο του ως ιστορικός συγγραφέας. Δεν είναι φυσικά ο μοναδικός Έλληνας χρονικογράφος που αφηγήθηκε τα δραματικά γεγονότα της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά οι πληροφορίες του χαρακτηρίζονται αυθεντικές καθώς έζησε από κοντά εκείνες τις οδυνηρές στιγμές και το θάνατο του Κων/νου Παλαιολόγου. Ο ίδιος αιχμαλωτίσθηκε, αλλά απελευθερώθηκε με την καταβολή λύτρων για να καταφύγει στον Μυστρά και πολύ αργότερα, αφού έγινε μοναχός, εγκαταστάθηκε στη Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Εκεί ολοκλήρωσε τη συγγραφή της ιστορίας του.
Την άλωση της Κωνσταντινούπολης αφηγείται με λεπτομέρειες ο Φραντζής στο Γ΄ Βιβλίο του Χρονικού του.
Αναφερόμενος στις δυνάμεις της πολιορκίας μας αποκαλύπτει (σε μετάφραση) ότι στις 10 Απριλίου του 1453 «ο αμιράς [έτσι αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί τον Μωάμεθ τον Β΄ τον Πορθητή] καταμέτρησε τον στόλο και τον στρατό ξηράς, ιππείς και πεζούς, και βρήκε ότι διέθετε 420 πλεούμενα, δηλαδή τριήρεις, διήρεις, μονήρεις, δρόμωνες, νήες και πλοία, καθώς και στρατό ξηράς 258.000 μάχιμους άνδρες. Απέναντι στο μέγεθος αυτό των εχθρικών δυνάμεων είχαν αντιπαραταχθεί μέσα στην Πόλη 4.973 άνδρες, χωρίς τους ξένους, που ήταν μόλις 2.000 άτομα». Αυτοί μόνοι τους διεξήγαγαν τον υπέρ πάντων αγώνα!!!
Και αφού περιγράφει με συγκινητικό ύφος τη σφοδρότητα των συμπλοκών και των συγκρούσεων, το πείσμα του Μωάμεθ να καταλάβει με παντοίους στρατηγικούς τρόπους τη Βασιλεύουσα, τους εμψυχωτικούς λόγους του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τους πολιορκούμενους υπερασπιστές της Πόλης, τις ηρωικές στιγμές του ίδιου του Κωνσταντίνου και των ελάχιστων στρατιωτών του που μάχονταν πια με το σπαθί στο χέρι, σώμα με σώμα τον εχθρό, σημειώνει με τα ακόλουθα λόγια (σε μετάφραση) τη δραματική κατάληξη του «εάλω η πόλις»:
«Κι έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης στις 29 Μαΐου του έτους 1453, ημέρα Τρίτη και ώρα δυο και μισή. Οι Τούρκοι όσους συναντούσαν τους άρπαζαν και τους αιχμαλώτιζαν, ενώ εκείνους που προσπαθούσαν να αντισταθούν τους έσφαζαν. Και η γη σε μερικούς τόπους δεν φαινόταν καθόλου από τους νεκρούς. Το θέαμα που αντίκριζε κανείς ήταν τρομερό, οι θρήνοι πολλοί και ποικίλοι, αμέτρητοι οι ανδραποδισμοί ευγενών αρχοντισσών και παρθένων αφιερωμένων στον Θεό, που σύρονταν ανελέητα από τους Τούρκους πιασμένες από τα μαλλιά της κόμης και τις πλεξούδες της κεφαλής, ενώ αυτές οδύρονταν. Ποιός θα μπορούσε να περιγράψει τις κραυγές και το κλάμα των παιδιών και τη λεηλασία των αγίων εκκλησιών, τη φρίκη που ακουγόταν; Μπορούσε να δει κανείς το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται και να ρίχνεται καταγής. Τα πολύτιμα σκεύη τα άρπαζαν και τα έσπαγαν και άλλα τα έπαιρναν όπως ήταν. Το ίδιο έκαμαν και με τον άλλο διάκοσμο [των εκκλησιών].
Καταπατούσαν τις άγιες εικόνες τις διακοσμημένες με χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Έπαιρναν από αυτές τα κοσμήματα και με τα υπόλοιπα έκαμναν κρεβάτια και τραπέζια. Με τις ιερατικές στολές και τα ενδύματα, που ήταν μεταξωτά και χρυσοΰφαντα, σκέπαζαν τους ίππους, ενώ άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά και έκαμναν ανάρπαστα τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων, καταπατώντας τα άγια λείψανα……….. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στους ναούς γοερές κραυγές, σκουξίματα ανδρών, θρήνοι γυναικών, τραβήγματα, αιχμαλωσίες, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεβαστοί για την καταγωγή τους ατιμάζονταν, οι πλούσιοι εξευτελίζονταν. Οι πλατείες, οι γωνίες κάθε τόπου πλημμύριζαν από κακουργήματα. Κανένας τόπος δεν έμεινε χωρίς να ερευνηθεί και να μολυνθεί. Ω Χριστέ βασιλιά, σώσε κάθε πόλη και κάθε χωριό, όπου κατοικούν Χριστιανοί, από τέτοια θλίψη και συμφορά. Οι άπιστοι δεν άφησαν άσκαφτο κανένα κήπο ή σπίτι, καθώς έψαχναν για κρυμμένους θησαυρούς. Και βρήκαν παλαιούς και νέους θησαυρούς και άλλα πολύτιμα πράγματα και τα πήραν μαζί τους».
«Μόλις η Πόλη πάρθηκε, ο αμιράς [Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής] μπήκε μέσα και αμέσως με μεγάλο ζήλο άρχισε να ψάχνει τον βασιλιά. Δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό του παρά να μάθει αν ζει ή αν πέθανε. Κάποιοι τον πλησίασαν και έλεγαν ότι έφυγε, άλλοι ότι είναι κρυμμένος στην πόλη και άλλοι ότι σκοτώθηκε πολεμώντας. Ο αμιράς όμως θέλοντας να βεβαιωθεί, έστειλε να ψάξουν στο σωρό των σκοτωμένων Χριστιανών και απίστων. Οι απεσταλμένοι έπλυναν πολλά κεφάλια νεκρών, μήπως και αναγνωρίσουν το βασιλικό. Δεν μπόρεσαν όμως να το αναγνωρίσουν, αλλά βρήκαν το πτώμα του βασιλιά, που το αναγνώρισαν από τις βασιλικές περικνημίδες και τα πέδιλα, πάνω στα οποία ήταν ζωγραφισμένοι οι χρυσοί αετοί, όπως συνηθιζόταν για τους βασιλείς. Όταν το έμαθε ο αμιράς χάρηκε κι ευφράνθηκε πολύ. Αμέσως διέταξε και οι παρευρισκόμενοι εκεί Χριστιανοί έθαψαν το βασιλικό σώμα με βασιλικές τιμές. Αλλοίμονο στη μοίρα μου τι μου είχε γραφτό! Η διάρκεια ζωής του αείμνηστου, γαληνότατου και μάρτυρα βασιλιά ήταν 49 έτη, τρεις μήνες και είκοσι ημέρες………». Αυτά γράφει στο χρονικό του ο Γεώργιος Φραντζής.
Κείμενο του κ. Βασίλειου Χατζηβασιλείου, Δικηγόρου