Ροή Ειδήσεων

Ο Άγιος Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης

Ο π. Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης (1871-1957) αποτελεί ένα φωτεινό μετέωρο στο πάμφωτο αθωνικό στερέωμα

Ο Άγιος Ιερώνυμος γεννήθηκε στο χωριό Ρεΐζ-Δερέ της επαρχίας Κρήνης της Μικράς Ασίας το 1871 από φτωχούς και ευσεβείς γονείς, το Νικόλαο και τη Μαρία Διακογιώργη. Στη βάπτισή του έλαβε το όνομα Ιωάννης. Ήταν πολύ καλός μαθητής και ξεπερνούσε όλους τους συμμαθητές του σε εξυπνάδα και φρόνηση. Η εκκλησία όμως ήταν το κέντρο της ζωής του. Αγαπούσε τις ιερές ακολουθίες, τα εξωκκλήσια, βοηθούσε στο ψαλτήρι και τους ιερείς στο ιερό βήμα. Από μικρός διακρίθηκε στη σιωπή, τη σοβαρότητα και την ευλάβεια. Η μητέρα του του μίλησε για την αγάπη προς Τον Θεό. Άκουσε από αυτήν βίους αγίων, έμαθε να νηστεύει, να προσεύχεται. Από νωρίς οι άγιοι έγιναν φίλοι του. Δυο φορές ο άγιος Δημήτριος τον έσωσε μία από πόνους στα πόδια και μία από ανεμοβλογιά. Και τις δυο φορές έμεινε σαράντα ημέρες στο εξωκκλήσι του αγίου νηστεύοντας. Επτά χρονών ήξερε τους χαιρετισμούς της Παναγίας απ’ έξω. Η μητέρα του προς το τέλος της ζωής της έγινε μοναχή με το όνομα Μελάνη. Εκτός από τη μητέρα του, το μοναχικό βίο ακολούθησε οι τρεις αδερφές του καθώς και ο αδερφός του.

Συνάντηση με τον άγιο Παρθένιο στη Χίο

Σε ηλικία δώδεκα ετών πήγε στη Χίο μαζί με άλλους δυο νέους, στον άγιο γέροντα Παρθένιο που τους αποκάλεσε με τα ονόματά τους χωρίς να τους ξέρει. Τους αποκάλυψε τι θα γίνει ο καθένας τους. Στον Ιωάννη είπε ότι θα ακολουθήσει την μοναχική ζωή. Γράφει ο άγιος Ιερώνυμος αργότερα: ‘’Κατά την εφηβική μου ηλικία σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να ευαρεστήσω Τον Κύριο. Διάλεξα την καλή και θεάρεστη ζωή των μοναχών, διότι αυτή ταιριάζει περισσότερο σε αυτόν που με ευλάβεια και υπακοή ακολουθεί τον Κύριο, ο οποίος λέει <<Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς>>. Και αφού πήρα την πατρική ευλαβεία και ευχή των γονιών μου και φυσικά τον σταυρό Του Κυρίου ως όπλο ακαταμάχητο, πήγα στο Άγιο Όρος του Άθω ως σύμφωνο στον θεοφιλή σκοπό και απόφασή μου’’

Στο Άγιο Όρος

Ο δεκαεπτάχρονος Ιωάννης φτάνοντας στο Άγιο Όρος έκανε το σταυρό του και πέρασε την πύλη της μονής του οσίου Σίμωνος στις 3 Οκτωβρίου 1888, ενώ στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους γίνεται δόκιμος μοναχός εξυπηρετώντας κάθε διακόνημα που του ανέθεταν. Άρχισε την ζωή των μοναχών με καθημερινές πολύωρες ακολουθίες, συχνές αγρυπνίες, τακτικές νηστείες, τους κανόνες, τα διακονήματα, την εξομολόγηση, την Θεία κοινωνία. Συνέχισε να μελετά την Αγία Γραφή, τους ασκητικούς πατέρες, τα συναξάρια βρέχοντας με δάκρυα τις σελίδες τους. Μετά από τεσσεράμισι χρόνια δοκιμασίας με διακονήματα στις Καρυές, στη Δάφνη, στη Λήμνο την Κυριακή των Βαΐων το 1893 έγινε μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας το όνομα Ιερώνυμος. Μετά την κουρά του άρχισαν νέοι μεγαλύτεροι αγώνες. Ήταν πάντα σιωπηλός γιατί είχε εσωτερική νήψη. Ποτέ δεν πλησίασε την φωτιά παρά το πολύ κρύο και ποτέ δεν ξάπλωνε αλλά καθήμενος έδινε ανάπαυση στο σώμα του με λίγο ύπνο. Είχε ακτημοσύνη, ήταν το στήριγμα των μοναχών, σύμβουλος στην παραμικρή υπόθεση, άνθρωπος με ταπεινοφροσύνη. Η μονή τον είχε για καύχημα.

Άσκηση – Αγώνας – Διακονήματα –  Αρμοδιότητες

Σεβόμενοι των αγώνα του αγίου, οι αδερφοί της μονής τον πλησίασαν περισσότερο. Σε αυτόν έστελναν τους δόκιμους για να τους προετοιμάσει για τη μοναχική ζωή. Τους συμβούλευε με αγάπη και τους μιλούσε για τους πειρασμούς που θα ακολουθούσαν στη ζωή τους χωρίς να τους απογοητεύει. Έγινε γραμματέας της μονής και ανέλαβε το δύσκολο έργο του αντιπροσώπου της σε όλες τις εξωτερικές υποθέσεις της. Αναγκαζόταν έτσι να βγαίνει τακτικά από το Άγιο Όρος για να συναντήσει διάφορα πρόσωπα και αργότερα του ανέθεταν υπεύθυνες και κοπιαστικές αποστολές στα μετόχια. Χωρίς καμία επιφύλαξη με παραδειγματική υπακοή ανταποκρινόταν στα αιτήματα των προϊσταμένων του, περνούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός μονής, ασχολούνταν με θέματα οικονομικά, διοικητικά αλλά δεν έχανε ούτε στιγμή την ανάγκη εσωτερικής επικοινωνίας με Το Θεό. Ο σεβασμός, η ευγένεια και η τέλεια υπακοή του στη μονή και στους προϊσταμένους του τον ακολούθησαν μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Η μεγάλη προκοπή του στο μοναστήρι, η σεμνότητα και η πραότητά του τον έκαναν πολύ αγαπητό και σεβαστό αλλά, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, έγινε αντικείμενο ζηλοφθονίας και μικροπρέπειας. Απαντούσε με σιωπή και ανεξικακία. Στο μοναστήρι,διηγούνται πατέρες, βράδια ολόκληρα βλέπανε την λάμπα του πάντα αναμμένη. Δεν τον είδαν ποτέ ξαπλωμένο αλλά όρθιο ή στην καρέκλα όπου και κοιμόταν. Στην νηστεία ήταν μεγάλος βιαστής. Ποτέ δεν έφαγε τίποτα έξω από την τράπεζα. Το φαγητό δεν το έτρωγε όλο. Επιστρέφοντας από τον κόσμο έκανε πολλές ημέρες να φάει λάδι για να αναπληρώσει κάποια μικρή κατάλυση. Μετά τα ταξίδια δεν σταματούσε την εργασία του. Έγραφε στην γραμματεία, στο κελί του, διακονούσε στο ναό, βοηθούσε στις κοινές εργασίες. Καμία διακονία δεν θεωρούσε ταπεινωτική και γι’ αυτό τον ύψωσε Ο Θεός.

Για ένα εξάμηνο στην Αθήνα

Το 1910 για ένα εξάμηνο βρέθηκε στην Αθήνα στο μετόχι της Αναλήψεως, στην περιοχή του Βύρωνα και προσπάθησε να πείσει την μονή να μην το πουλήσει γιατί είχε προβλέψει την μελλοντική άνθισή του. Εδώ έγιναν οι πρώτες γνωριμίες με ευσεβείς εκκλησιαζόμενους που αργότεραθα δώσουν καρπούς.

Σχέση με αγίους και συνδέσεις γέροντες – μελλοντικούς αγίους

Το 1911 επιστρέφοντας στο Άγιο Όρος σώθηκε από ναυάγιο και το απέδωσε σε έργο της Θείας Πρόνοιας. Τον στήριξε πολύ η σχέση που ανάπτυξε με αγίους της εκκλησίας μας. Τον άγιο Δημήτριο που τον έσωσε μικρό, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο που τον θεράπευσε από κήλη καθώς και από ακάθαρτους λογισμούς, τον άγιο Παρθένιο της Χίου. Συνδέθηκε με προσωπική φιλία με τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Σάββα, το Νέο της Καλύμνου και τον άγιο Νικόλαο τον Πλανά. Αυτή η έντονη αγιοφιλία του εκφράστηκε μέσα από το χάρισμα να ψάλει και να υμνογραφεί.

Ηγουμενία

Το Φεβρουάριο του 1914 ψηφίστηκε προϊστάμενος της Γεροντίας και στις 7 Δεκεμβρίου του 1919 πριν το θάνατό του γέροντα της μονής, Ιωαννικίου, και πνευματικού του, τον προτείνει για ηγούμενο. Έτσι στις 11 Απριλίου του 1920 χειροτονήθηκε διάκονος και μία ημέρα μετά αρχιμανδρίτης.Στις 18 Απριλίου, Κυριακή των Μυροφόρων, του παρέδωσαν την ηγουμενική ράβδο με ομόφωνη απόφαση των πατέρων. Τους πρώτους μήνες της ηγουμενίας του έφτασε στον Πειραιά για ανάγκες της μονής και αντί να πάει στο μετόχι της αναλήψεως που ήταν ο προορισμός του, επισκέφτηκε την Αίγινα. Εκεί συνάντησε τον ασθενή άγιο Νεκτάριο και από τότε κράτησε στενή επαφή. Τα διοικητικά του καθήκοντα δεν τον εμπόδισαν από την διακονία των αδερφών. Έγινε συνδιακονητής τους. Τον συναντούσαν χαράματα για την ζύμη του ψωμιού, τον χειμώνα να μαζεύει τα χιόνα από τις αυλές, τις νύχτες να πλένει τα ρούχα του. Η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή και ό,τι ώρα πήγαινες θα μελετούσε ή θα έγραφε. Ήταν απλός, ταπεινός, καταδεκτικός, ευγενής, ασκητικός, διακριτικός, αφανής και υποχωρητικός. Η ηγουμενία του χαρακτηριζόταν από λιτότητα, ελεημοσύνη, εργατικότητα και εμπιστοσύνη στην πρόνοια Του Θεού.

Ημερολογιακή μεταρρύθμιση του 1924

Το 1924 έγινε ημερολογιακή μεταρρύθμιση και την ημέρα του Ευαγγελισμού λειτούργησε με το νέο ημερολόγιο στο μετόχι της Αναλήψεως. Αυτό δημιούργησε έντονη αντίδραση στο μοναστήρι ώστε όταν επέστρεψε του απαγορεύτηκε η είσοδος στο ναό για έξι μήνες. Αυτός ήρεμα υπέμεινε. Η ζωή του όλη ήταν ένα συνεχόμενο μαρτύριο αλλά και όλη του η βιοτή, η γνήσια στάση του, η αξιοπρεπέστατη θέση που έπαιρνε απέναντι των κατηγόρων του, η σιωπή του και η αφοσίωση του στο θέλημα Του Θεού μαρτυρούν πως πατούσε στα ίχνη των τόσων παρεξηγημένων και συκοφαντημένων αγίων. Η εντεκάχρονη ηγουμενική περιπέτεια εξ’ αιτίας του ημερολογιακού θέματος κατέληξε σε εξορία από το μοναστήρι για έξι μήνες στην ιερά μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί του συμπεριφέρθηκαν με απεριόριστη αγάπη και τον αναγνώρισαν ως άγιο. Η εξορία του και στη συνέχεια η απσοτολή του στην Αθήνα έγινε αιτία σωτηρίας πολλών ψυχών. Η ιερά κοινότητα αναγνωρίζοντας την αθωότητά του, διέκοψε την εξορία στους τέσσερις μήνες και τον έστειλαν στο μετόχι της Αναλήψεως. Εκεί πλέον έζησε για 26 χρόνια, από 60 έως 86 ετών ως αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους, χωρίς ποτέ να επιστρέψει σε αυτό. Το 1937 του ξαναπρότειναν την ηγουμενία αλλά με σεβασμό, ταπείνωση και αξιοπρέπεια αρνήθηκε.

Η ζωή στην Αθήνα

Το 1931 η Αθήνα ήταν μία πόλη με χαμηλή στάθμη πνευματικής ζωής. Ήταν γεμάτη φτωχούς από προσφυγιά και πολέμους. Στο συνοικισμό του Βύρωνα που βρισκόταν το μετόχι της Αναλήψεως κατοικούσαν πρόσφυγες μικρασιάτες που τον δέχτηκαν σαν απεσταλμένον Του Θεού. 

Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν τον άφησαν οι ασθένειες αλλά και οι ποικίλοι πειρασμοί. ‘’Είναι απαραίτητοι, σαν την αναπνοή μας.  Κύματα θαλάσσης είναι οι πειρασμοί, χωρίς κύματα θάλασσα δεν ταξιδεύεται και χωρίς πειρασμούς άνθρωπος δεν σώζεται’’. Είχε όλος παραδοθεί στον Θεό και μόνο σε αυτόν απέβλεπε. Ούτε οι έπαινοι του έδιναν χαρά, ούτε οι κατηγορίες λύπη. 

Οι πρώτοι επισκέπτες ήταν απλοί άνθρωποι της περιοχής. Η αγάπη του τον έκανε ξακουστό ώστε σε λίγο να μην αδειάζει ποτέ ο πάγκος έξω από το εξομολογητήριο του από κόσμο που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του. Ήταν αυστηρός με τον εαυτό του και επιεικής με τους άλλους. Αναδείχτηκε πνευματικός πατέρας μεγάλου πλήθους, διακριτικός οδηγός, προσεχτικός σύμβουλος, ήρεμος και γλυκύς. Εξομολογούσε όρθιος, άρχιζε μετά την λειτουργία και τελείωνε πολλές φορές τα μεσάνυχτα. Η μεγαλύτερη χαρά και αμοιβή των κόπων του ήταν όταν έβλεπε ανθρώπους να μετανοούν ειλικρινά. Οι ακολουθείες στην ανάληψη ήταν καθημερινές κατά το αγιορείτικο τυπικό, απλές, ήσυχες και κατανυκτικές. 

Όλος σχεδόν ο συνοικισμός του Βύρωνα ήταν ελεημένος από τα χέρια του ιδιαίτερα τα χρόνια της κατοχής. Δεν πρόσεχε ποιος ζητούσε, αν είχε ανάγκη ή όχι, έδινε απλόχειρα παντού. Προσπαθούσε να μην υπάρχουν στο κελί του το βράδυ χρήματα, που η αγάπη και ο σεβασμός των πνευματικών του τέκνων του πρόσφεραν πλούσια. Συχνά στο λεωφορείο χωρίς το αντίτιμο του εισιτηρίου. Ο ίδιος ήταν υπερβολικά λιτοδίαιτος, αυστηρός νηστευτής, ολιγαρκής και αυτάρκης. Όταν εκοιμήθη βρέθηκαν μόνο επτά δραχμές στο συρτάρι του. Πολλές διηγήσεις αναφέρονται στο προορατικό του χάρισμα. Χωρίς να γνωρίζει το πρόσωπο μιλούσε για αυτό, για την ιστορία του και το όνομά του. Έβλεπε σκέψεις, καρδιές, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Δεν ήταν λιγότερες και οι θεραπείες των σωματικών και ψυχικών ασθενειών που έκανε ο άγιος. Ποτέ δεν πίστεψε και δεν άφησε τους άλλους να καταλάβουν ότι κάνει θαύματα. Αυτό που ήξερε και ακούραστα κύρηττε ήταν πως Ο Θεός είναι κοντά μας και ακούει την προσευχή μας. Τα όπλα του ήταν το πετραχήλι, ο σταυρός και το ευχολόγιο. 


Προείδε τον θάνατό του και τον προμήνυσε σε πολλούς με διάφορους τρόπους. Όλη η ζωή του ήταν μια ετοιμασία για το καλωσόρισμα του θανάτου που τον ανέμενε με λαχτάρα. Λίγες ημέρες πριν την κοίμησή του μεταφέρθηκε σε κλινική του Πειραιά. Η ωραιοποιημένη ψυχή του από τους πολυχρόνιους αγώνες άφησε το πολύαθλο σώμα του στις 11:40 το πρωί, ημέρα Κυριακή, μετά την λειτουργία και  τον αγιασμό των Θεοφανείων, 6 Ιανουαρίου του 1957. Λίγες ημέρες μετά την ταφή του γέροντα κάθονταν μερικοί κοντά στον τάφο του που βρίσκεται πίσω από το ιερό του ναού της Αναλήψεως και ένιωσαν να έρχεται ένα λεπτό άρωμα από αυτόν. 

Στις 8 Μαΐου του 1965 έγινε ανακομιδή των λειψάνων του. Ο γέρων Γελάσιος σιμωνοπετρίτης που στάλθηκε από τη μονή για την παραλαβή των οστών, είπε : ‘’Αν ο οικονόμος δεν τα έκρυβε στο καμπαναριό του ναού θα επέστρεφε με το κιβώτιο κενό’’. Με ιερή λαχτάρα όλος ο κόσμος έπεσε στον τάφο του να πάρει ως ευλογία και φυλαχτό χώμα και ξύλο από το φέρετρό του. Πολλοί είχαν την ευκαιρία πάλι να αισθανθούν έντονα τα σημεία της χάριτος Του Θεού. Με θαυμασμό αναφέρουν την ευωδία κατά την ώρα της ανακομιδής.


Με Συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο γνωστός Όσιος Γέρων της Αναλήψεως, Ἁγιορειτικού Μετοχίου στον Βύρωνα Αθηνών, ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ανεγράφη το 2019 στις αγιολογικές δέλτους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. 

Η ιερά μνήμη του καθιερώθηκε την 9η Μαΐου εκάστου έτους.