Η εορτή του Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου στη Βέροια
Την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου, εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, προστάτου των Νομικών, ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Αγίων και Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Βεροίας.
Στο τέλος της θείας Λειτουργίας τέλεσε αρτοκλασία για τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Βεροίας και μνημόσυνο για τα αποβιώσαντα μέλη.
Ακολούθησε αγιασμός στα ανακαινισμένα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου και αμέσως μετά εκδήλωση κατά την οποία τιμήθηκε ο κ. Γεώργιος Χιονίδης για τη συνολική προσφορά του καθώς και τα μέλη του Συλλόγου που αποχώρησαν φέτος από την μάχιμη δικηγορία. Επίσης ο Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Στέργιος Σουροβίκης καλωσόρισε τα νέα μέλη του Συλλόγου, εκ μέρους των οποίων χαιρετισμό απηύθυνε ο κ. Παντελής Μαρκούλης. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με ομιλία του κ. Θεόφιλου Παπαδόπουλου με θέμα: «το ηλεκτρονικό έγκλημα».
Η ομιλία του Μητροπολίτη κατά τη Θεία Λειτουργία
«Γένος ούν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσίω ή αργυρίω ή λίθω … το θείον είναι όμοιον».
Εορτή του αγίου Διονυσίου του αρεοπαγίτου σήμερα και η Εκκλησία μας μας μεταφέρει τον λόγο του πρωτοκορυφαίου αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, όπου πήγε και ομίλησε μετά το κήρυγμά του στην πόλη μας.
Ο λόγος αυτός είχε ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή του Αρεοπαγίτου Διονυσίου και μερικών άλλων Αθηναίων που τον άκουσαν στην πίστη του Χριστού.
Οι Αθηναίοι, σχολιάζει ο ιερός συγγραφέας των Πράξεων των αποστόλων, ο ευαγγελιστής Λουκάς, ήταν πρόθυμοι να ακούν νέες απόψεις και θεωρίες, αλλά όσα τους ανέπτυσσε ο απόστολος Παύλος εκείνη την ημέρα, υπερέβαιναν τις προσδοκίες τους. Ο απόστολος απέρριπτε τη λατρεία των ειδώλων με το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιούσαν οι εθνικοί.
Ως άνθρωποι ανήκουμε, έλεγε, στο γένος του Θεού, γι’ αυτό δεν μπορούμε να πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι όμοιος με χρυσά, ασημένια ή ξύλινα αγάλματα. Δεν μπορούμε να πιστεύουμε ότι ο Θεός ταυτίζεται με την ύλη, αλλά και η ύλη δεν μπορεί να ταυτίζεται με τον Θεό.
Το διπλό αυτό μήνυμα του αποστόλου Παύλου, έχει τη σημασία του και τη σπουδαιότητά του και στις ημέρες μας. Γιατί μπορεί, βεβαίως, εμείς να μην πιστεύουμε τα είδωλα ως θεούς, μπορεί να μην πιστεύουμε άψυχα αγάλματα και ανύπαρκτα πρόσωπα, όπως έκαναν οι άνθρωποι την εποχή του αποστόλου Παύλου ή οι Αθηναίοι προς τους οποίους απευθύνει τους λόγους αυτούς, αλλά συχνά κάνουμε κάτι άλλο εξίσου επικίνδυνο και ολέθριο: θεοποιούμε την ύλη και τη λατρεύουμε ως θεό.
Και ύλη δεν είναι μόνο τα δένδρα, τα ποτάμια ή τα ζώα που λάτρευαν οι ειδωλολάτρες, ούτε μόνο τα υλικά αγάλματα τα οποία απεικόνιζαν δήθεν τις μορφές τους. Ύλη είναι και οι διάφορες μορφές του χρυσού και του αργύρου, στις οποίες αναφέρεται ο απόστολος. Είναι το χρήμα και ο πλούτος και όλα τα αλλά υλικά αγαθά στα οποία προσκολλάται ο άνθρωπος και καθίσταται δέσμιός τους. Είναι εκείνα τα υλικά πράγματα τα οποία επιδιώκει ο άνθρωπος με πάθος, και τα λατρεύει και τα θέτει ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή του. Είναι ακόμη η δόξα, η φήμη και οι τιμές που επιδιώκει, χρησιμοποιώντας θεμιτά και αθέμιτα μέσα και αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορούν να έχουν αυτά για τη ζωή του, αδιαφορώντας αν τον απομακρύνουν από τον Θεό ή ακόμη και από την αλήθεια και τη δικαιοσύνη που αναζητά και διακονεί.
«Γένος ούν υπάρχοντες του Θεού», μας υπενθυμίζει σήμερα ο απόστολος Παύλος. Και η υπενθύμιση αυτή δεν ισχύει μόνο για να γνωρίζουμε ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύουμε και τον οποίο λατρεύουμε και προσκυνούμε δεν μπορεί να έχει σχέση με υλικά και άψυχα αντικείμενα, αλλά ισχύει και για να μας υπενθυμίζει ότι χαρακτηριστικά και ιδιότητες που δεν αρμόζουν στον Θεό που πιστεύουμε, δεν μπορούν να χαρακτηριζουν εμάς που είμαστε «γένος του Θεού».
Αν, λοιπόν, πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη, εμείς δεν μπορούμε να έχουμε μέσα στην καρδιά μας το μίσος. Αν ο Θεός είναι αγαθος, εμείς δεν μπορούμε να εκφράζουμε με τις πράξεις μας την κακοτητα της ψυχής μας. Αν ο Θεός βρέχει επί δικαίους και αδίκους, αν δεν διακρίνει ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, σε δούλους και ελεύθερους, σε λευκούς ή μαύρους, σε Έλληνες και βαρβάρους, εμείς δεν μπορούμε να διακρινουμε τους ανθρώπους με βάση την καταγωγη, την κοινωνική τους κατάσταση ή τα πιστεύω τους. Αν ο Θεος είναι η αλήθεια, εμείς δεν μπορούμε να αγαπούμε το ψεύδος και να το χρησιμοποιουμε στις σχέσεις μας. Αν ο Θεός είναι δίκαιος και αγαπά τη δικαιοσυνη, εμείς δεν μπορούμε να υπηρετούμε την αδικία και να τη χρησιμοποιούμε για την εξυπηρέτηση των προσωπικων μας συμφερόντων.
«Γένος υπάρχοντες του Θεού» οφείλουμε να ζούμε και να πολιτευόμεθα όπως ο τιμώμενος σημερα άγιος προστάτης των νομικών, των δικαστικών και των δικηγόρων, ο άγιος Διονύσιος ο αρεοπαγίτης, εναρμονίζοντας τη ζωή μας και τις πράξεις μας με τις θείες ιδιότητές του και επιβεβαιωνοντας έτσι την ενότητα του γένους μας με τον Θεό, την οποία Εκείνος ως πλαστης μας μας διασφάλισε.
Και αυτό είναι απαραίτητο στην εποχή μας, σε μία εποχή κατά την οποία αρχές και αξίες αμφισβητούνται, συκοφαντούνται και υβρίζονται· σε μία εποχή κατά την οποία η απεμπόληση των αξιών οδηγεί τον άνθρωπο σε κατάσταση σαν αυτή την οποία περιγράφει ο ψαλμωδός Δαβίδ λεγοντας «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοητοις και ωμοιώθη αυτοις».
Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα του αγίου Διονυσίου εφαρμόζοντας όχι μόνο τον νόμο των ανθρώπων αλλά και τον νόμο του Θεού και ζώντας εν ευσεβεία και δικαιοσύνη, ώστε η χάρη του Θεού να μας καθοδηγεί όλους και ιδιαιτέρως εσάς τους νομικούς που εργάζεσθε για την επικράτησή της στη γη, για να την αποδίδετε ορθά και για να αποτελείτε και εσείς παράδειγμα δικαιοσύνης και κατά την άσκηση του λειτουργήματός σας αλλά και στη ζωή σας, όπως και ο προστάτης σας άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.