Ο Βίος του Αγίου Αλεξίου που τιμάται σήμερα
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στὴν Ρώμη τὸ 357 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως Κωνσταντίου. Ἦταν ὁ μονογενὴς γιὸς τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Εὐφημιανοῦ, τοῦ πρώτου της Συγκλήτου, καὶ τῆς Ἀγλαΐδας, ποὺ καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὸ γένος. Οἱ πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς γονεῖς του διακατέχονταν ἀπὸ βαθιὰ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀπὸ φιλάνθρωπα χριστιανικὰ αἰσθήματα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σπίτι τους εἶχε καταστεῖ τὸ καταφύγιο τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν καὶ τῶν πενήτων. Ὁ Ἀλέξιος ἀνετράφη μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ τοῦ προσεφέρθη πλουσιοπάροχα καὶ κοσμικὴ γνώση καὶ σοφία. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπὸ μικρὸς ἄρχισε νὰ ποθεῖ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ σύντομα ἡ ψυχὴ τοῦ ἄρχισε νὰ πυρπολεῖται ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφιερώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴν μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἐνῶ ἀποστρεφόταν κάθε τί τὸ κοσμικό. Ἡ ἐπιθυμία ὅμως τῶν γονέων του ἦταν νὰ δοῦν τὸν γιό τους ἄξιο καὶ λαμπρὸ διάδοχο τοῦ πλούτου καὶ τῆς δυνάμεώς τους. Ἡ πιθανὴ ἀφιέρωση τοῦ γιοῦ τους στὸν Θεὸ ἦταν κάτι ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν προσπάθεια τῆς ἀποκατάστασης τοῦ Ἀλεξίου βρῆκαν μία πανέμορφη κοπέλα μὲ βασιλικὴ καταγωγή, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔνθεο ζῆλο. Μόλις ὁ Ἀλέξιος ἔγινε δεκαέξι ἐτῶν, ἀποφασίστηκε ὁ πολυτελὴς γάμος του, ὁ ὁποῖος τελέσθηκε μὲ κάθε λαμπρότητα.
Μετὰ τὸ μυστήριο οἱ δύο σύζυγοι βρέθηκαν μόνοι τους καὶ ὁ Ἀλέξιος ἔδωσε στὴν σύζυγό του τὸ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ τὴν ζώνη του ὡς σύμβολα τῆς κοινῆς ἀφοσιώσεώς τους στὸν Χριστό, ἀφοῦ ἡ μὲν κοπέλα εἶχε συναισθανθεῖ τὸν κρυφὸ πόθο τοῦ Ἀλεξίου γιὰ ἄσκηση καὶ κατὰ Χριστὸν ζωή, ὁ δὲ Ἀλέξιος εἶχε καταλάβει τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του γιὰ τὸν θεῖο του ἔρωτα καὶ τὴν φυγή του ἀπὸ τὴν Ρώμη. Μετὰ τὴν συνομιλία τῶν δύο συζύγων ὁ Ἀλέξιος παρακάλεσε ἕνα παράνυμφο τῆς συνοδείας του νὰ τὸν συνοδεύσει μέχρι τὸ λιμάνι τῆς Ostia, ποὺ ἦταν τὸ ἐπίνειο τῆς Ρώμης. Ἔτσι μέσα στὴν νύχτα καὶ ἐνῶ ἡ πόλη τῆς Ρώμης διασκέδαζε ξέφρενα στὸ γαμήλιο γλέντι, ὁ Ἀλέξιος φτάνοντας στὸ λιμάνι ζήτησε ἀπὸ τὸν συνοδό του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ κάνει ἕνα περίπατο. Αὐτὸ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβιβαστεῖ σὲ ἕνα πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Συρία. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ παράνυμφος ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ τὸν Ἀλέξιο καὶ μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο καὶ ἔφυγε, ἐνημέρωσε τοὺς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἀναστατώθηκαν καὶ πικράθηκαν. Μάλιστα ὁ πατέρας του, ὁ Εὐφημιανός, ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ ἀπεγνωσμένα τὸ παιδί του, ἐνῶ ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξίου παρέμεινε στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ στὴν ἀπελπισμένη πεθερά της.
Ὁ Ἀλέξιος ἔφτασε μὲ τὸ πλοῖο στὴν Σελεύκεια καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ πολυτελῆ ἐνδύματά του καὶ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά του, ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὴν χώρα σὰν ζητιάνος. Ἀπὸ τὴν Σελεύκεια ἔφτασε στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας καὶ μάλιστα τὴν χρονιὰ τῆς κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, δηλαδὴ τὸ 373. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία καὶ καθημερινὰ κατέφευγε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος κατέστη τὸ κέντρο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς του. Ζοῦσε καὶ κυκλοφοροῦσε σὰν ζητιάνος καὶ ἔμεινε ἀφανὴς καὶ ξένος γιὰ ὅλους, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ πατέρα του, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν μέχρι τὴν Ἔδεσσα ἀναζητώντας τὸν Ἀλέξιο χωρὶς ὅμως κανένα ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν καὶ μάλιστα τοῦ προσέφεραν καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους ὡς ζητιάνος ποὺ ἦταν. Στὴν Συρία ὁ ἅγιος ἔμεινε δεκαεπτὰ ὁλόκληρα χρόνια.
Τὸ 390 ὅμως ἀρρώστησε ξαφνικὰ καὶ μεταφέρθηκε στὸ νοσοκομεῖο ἀπὸ ἕνα χριστιανὸ φίλο του, ποὺ σεβόταν τὸν Ἀλέξιο ὡς ἅγιο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸν ἀνησύχησε, γιατί θὰ τοῦ στεροῦσε τὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγκατέλειψε τὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας καὶ ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα.
Ἀλλὰ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφερε στὴν πατρίδα του, τὴν Ρώμη καὶ τὸ πλοῖο προσάραξε στὸ λιμάνι τῆς Ostia. Ἔτσι ὁ Ἀλέξιος ἐπέστρεψε στὸν τόπο του, ἀλλὰ ξένος, ἄγνωστος καὶ ἀφανὴς σὲ ὅλους. Προχώρησε πρὸς τὴν πατρικὴ οἰκία, ὅταν ξαφνικὰ ἀντίκρισε ἀπὸ μακριὰ τὸν πρῶτο ἄρχοντα τῆς Συγκλήτου, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατέρα του. Ὁ Ἀλέξιος τοῦ ζήτησε νὰ δείξει τὴν φιλανθρωπία του καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ στὸ σπίτι του. Ὁ φιλάνθρωπος Εὐφημιανὸς δέχθηκε νὰ τὸν κρατήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ διάλεξε ἕνα δοῦλο καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοῦ φτιάξει κρεβάτι καὶ νὰ τοῦ προσφέρει φαγητὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔτρωγε καὶ ὁ ἴδιος. Ὁ Ἀλέξιος εἶχε ἐπιστρέψει στὸ σπίτι του, ἀλλὰ ξένος καὶ φτωχὸς ἐπαίτης, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τὸν ἀναγνώριζε. Παράλληλα συνέχισε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο τὴν αὐστηρὴ ἀσκητική του ζωὴ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του δεχόμενος καθημερινὰ τὶς ὕβρεις, τὶς προσβολὲς καὶ τὰ χτυπήματα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ ἴδιου του τοῦ σπιτιοῦ. Κάποια ἡμέρα συναισθανόμενος τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας δράσης του, ζήτησε ἀπὸ τὸν δοῦλο, τὸν ὁποῖο εἶχε ὁρίσει ὁ πατέρας του, χαρτὶ καὶ γραφίδα γιὰ νὰ ἐξιστορήσει τὴν ἀφανῆ καὶ ἄγνωστη σὲ ὅλους ζωή του. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνεχώρησε γιὰ τὴν αἰωνιότητα ἔχοντας συμπληρώσει στὸ ἀκέραιο τὴν πλήρη ἀφιέρωσή του στὸν Κύριο. Ἦταν Παρασκευὴ 17 Μαρτίου τοῦ 407.
Ἕνα θαυμαστὸ ὅμως γεγονὸς ἔλαβε χώρα πρὶν τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τὸ ὁποῖο σηματοδότησε τὴν ἐξ οὐρανοῦ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητός του. Τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς 12 Μαρτίου τοῦ 407 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, στὴν ὁποία προεξῆρχε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰννοκέντιος, μία οὐράνια φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο νὰ λέει τὰ ἀκόλουθα: «Ζητήσατε τὸν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἱκετεύσει ὑπὲρ τῆς Ρώμης. Ὅταν θὰ φανεῖ ἡ Παρασκευή, παραδίδει τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό του». Μετὰ ἀπὸ μία τέτοια τρομακτικὴ θεϊκὴ ἀποκάλυψη ἄρχισαν ὅλοι ἀπεγνωσμένα νὰ ἀναζητοῦν τὸν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ οἱ χριστιανοὶ προσευχήθηκαν μὲ κατάνυξη καὶ εὐλάβεια καὶ τότε ὁ Θεὸς προσέφερε τὴν ἐπιζητουμένη ἀποκάλυψη, ποὺ ἦταν ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Ὁ Εὐφημιανὸς ἔμεινε ἄναυδος καὶ τότε ὁ Αὐτοκράτορας Ὀνώριος μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰννοκέντιο πῆγαν στὸ σπίτι του. Ὁ διακονητὴς τοῦ Ἀλεξίου εἶπε στὸν Εὐφημιανὸ ὅτι πιθανὸν ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ρακένδυτος ζητιάνος, ποὺ ἔμενε στὸ σπίτι, γιατί εἶχε διακρίνει μεγάλη εὐσέβεια καὶ ταπείνωση στὸ πρόσωπό του. Τότε ὁ Εὐφημιανὸς ἀναζήτησε τὸν φτωχὸ ἐπαίτη τοῦ σπιτιοῦ του, ἀλλὰ τὸν βρῆκε νὰ κοιμᾶται μέσα σὲ λάμψη οὐρανίου φωτὸς καὶ νὰ κρατᾶ στὸ χέρι του ἕνα σημείωμα, τὸ ὁποῖο δὲν κατόρθωσε νὰ ἀποσπάσει. Ἐρχόμενος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πῆρε στὰ χέρια του τὸ σημείωμα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του ἀποκαλύφθηκε ὅλο τὸ μυστήριο καὶ ἡ πραγματικὴ ταυτότητα τοῦ ξένου ποὺ ζοῦσε μέσα στὸ σπίτι. Ἡ τρομακτικὴ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας προκάλεσε τὸν θρῆνο, τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ψυχικὴ συντριβὴ τῶν γονέων του, ἐνῶ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς συζύγου του, ἀφοῦ ἡ ψυχή της εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ δέος καὶ συγκίνηση.
Μετὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς ἀνηγγέλθη στὴν Ρώμη ὅτι βρέθηκε ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ πλῆθος κόσμου κατέβηκε στὸ κέντρο τῆς πόλεως, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὸ ἱερὸ σκήνωμα καὶ νὰ λάβει ἀπὸ αὐτὸ εὐλογία. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Αὐτοκράτορας καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κατόρθωσαν νὰ μεταφέρουν ἀνάμεσα σὲ χιλιάδες χριστιανοὺς τὸ χαριτόβρυτο ἱερὸ λείψανο στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου, τὸ ὁποῖο καὶ ἐνταφίασαν σὲ περίτεχνο μνημεῖο ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα μετωνομάσθη σὲ ναὸ τῶν Ἁγίων Βονιφατίου καὶ Ἀλεξίου. Ἀργότερα ἡ τιμία κάρα καὶ μέρος τῶν ἱερῶν του λειψάνων μετεφέρθησαν ἀπὸ τὴν Ρώμη στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ 1398 ἡ χαριτόβρυτη τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου δωρήθηκε ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Παλαιολόγο στὴν ἱστορικὴ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, ὅπου καὶ φυλάσσεται μέχρι σήμερα ὡς πολύτιμος θησαυρὸς καὶ ὡς ἀέναος πηγὴ θαυματουργικῶν ἰάσεων. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος τιμᾶται ὡς πολιοῦχος καὶ προστάτης ἅγιος τῶν Καλαβρύτων. Τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου πλῆθος πιστῶν ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Ἀχαΐα προσέρχεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας, γιὰ νὰ παρακολουθήσει μὲ εὐλάβεια τὴν ὁλονύκτιο ἀγρυπνία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Τὴν κυριώνυμο ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ἡ τιμία κάρα μεταφέρεται στὴν κωμόπολη τῶν Καλαβρύτων, ὅπου κλῆρος καὶ λαὸς τὴν ὑποδέχεται μὲ ἐπισημότητα. Ἐν συνεχείᾳ ἡ πομπὴ κατευθύνεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Καλαβρύτων, ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος τιμᾶται ἐπίσης στὴν Πάτρα, ὅπου ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας διατηρεῖ ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια μετόχιο μὲ περικαλλῆ ἱερὸ ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ καὶ στὸ Αἴγιο, ὅπου στὴν περιοχὴ Σταφιδάλωνα ἔχει ἀνεγερθεῖ ἐνοριακὸς ναὸς ἀφιερωμένος στὴν μνήμη του. Ναοὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου ὑπάρχουν ἐπίσης στὰ χωριὰ Κλεισορεύματα Αἰτωλοακαρνανίας, Γεωργίτσιο Λακωνίας καὶ Λειβαδίτσα Πέλλης, στὴν Χίο, στὴν Πάτμο καὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Ἀρκαδίας.
Ἡ ὁλόθερμη εὐχὴ ὅλων μας εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὴν προσωνυμία «Ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», νὰ καταστεῖ πνευματικὸς ὁδοδείκτης καὶ καθοδηγητὴς στὴν πορεία μας γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ σωτηρία ἔχοντας πάντα ὡς πρότυπο τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ ἀσκητικότητά του καὶ τὴν εἰκόνα τῆς ἀφανοῦς ἐπίγειας βιοτῆς του.
Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος-Ἐκπαιδευτικὸς