Ροή Ειδήσεων

Το πάει για ανεξαρτητοποίηση; Καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ο Μητροπολίτης Βίλνιους και Λιθουανίας

Αποφασισμένη να επιδιώξει περισσότερη ανεξαρτησία από τη Μόσχα εμφανίζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία της Λιθουανίας καθώς καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Όπως αναφέρει σε ανακοίνωση ο Μητροπολίτης Βίλνιους και Λιθουανίας Ιννοκέντιος και αναπαράγει το lrt.lt, “η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Λιθουανία παραμένει αμετάβλητη: καταδικάζουμε σθεναρά τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και προσευχόμαστε στον Κύριο να τον τερματίσει το συντομότερο δυνατό”.

Όπως πιθανότατα έχετε ήδη παρατηρήσει, ο Πατριάρχης Κύριλλος και εγώ έχουμε διαφορετική πολιτική άποψη και αντίληψη για τα τρέχοντα γεγονότα. Οι πολιτικές του δηλώσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι προσωπικές του απόψεις. Εμείς στη Λιθουανία, δεν συμφωνούμε με αυτό”, δήλωσε.

“Θέλω ειλικρινά να πω ότι εμείς, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στη Λιθουανία, έχουμε την ευκαιρία να αποφασίζουμε ελεύθερα για τις εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας, και θα αγωνιστούμε για ακόμη μεγαλύτερη ανεξαρτησία, πιστεύοντας ότι ο Κύριος θα μας τη δώσει σε εύθετο χρόνο”, ανέφερε ο Μητροπολίτης Ιννοκέντιος.

Ζούμε σε μια ελεύθερη, δημοκρατική χώρα. Η Λιθουανία δεν είναι Ρωσία. Είναι μια διαφορετική χώρα, μια διαφορετική κοινωνία, με το δικό της πνευματικό και ηθικό κλίμα”, πρόσθεσε.

“Αν και είμαστε μια μικρή μειονότητα, με λίγο περισσότερους από 3.000 ενεργούς ενορίτες σε όλη τη Λιθουανία, οι ΟρθόδοξοΙ Χριστιανοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας, πολίτες της χώρας τους, που ασκούν ελεύθερα την παραδοσιακή τους θρησκεία”, συνέχισε.

Οι ενορίτες της Εκκλησίας, αναφέρει στην ανακοίνωση του ο Μητροπολίτης Ιννοκέντιος, είναι έντιμοι και ταπεινοί άνθρωποι που έχουν εργαστεί με ζήλο για πολλά χρόνια για το καλό της χώρας της Λιθουανίας, και έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας ελεύθερης Λιθουανίας.

Ο Μητροπολίτης Βίλνιους τόνισε δε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Λιθουανίας υποστήριξε τον λαό της χώρας όταν υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία της χώρας τους.

“Αναρωτιέμαι εάν αυτοί που γράφουν και μιλούν για μας, αν γνωρίζουν τίποτα για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Έχουν παρακολουθήσει τις λειτουργίες στις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Λιθουανίας, έχουν ακούσει πώς και για τί προσεύχονται οι Ορθόδοξοι;”, σημείωσε.

“Σε κάθε λειτουργία, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται για τη χώρα μας τη Λιθουανία, την κυβέρνηση της, τον στρατό της, και τον λαό της. Και σήμερα επίσης προσευχόμαστε για να δοθεί τέλος σε αυτόν τον αιματηρό πόλεμο, για τους νεκρούς στρατιώτες, για να βασιλεύσει ειρήνη στην Ουκρανία, για τον πονεμένο λαό της Ουκρανίας. Προσευχόμαστε και συμπάσχουμε μαζί τους”.

Καταλήγει δε ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα παραμείνουν πιστοί στη Λιθουανία, θα διαφυλάξουν την ενότητα του λαού ανεξαρτήτως από την εθνική ή θρησκευτική τους ταυτότητα, θα προσεύχονται για τον λαό της Ουκρανίας και θα βοηθήσουν τους πρόσφυγες.

Ποιός είναι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βίλνας κ΄ Λιθουανίας κύριος Ιννοκέντιος (γεν. 1947).

Ο κατά κόσμον Βαλέριος Φιοντόροβιτς Βασίλιεφ γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1947 στην Παλαιά Ρωσία του Νομού Νοβγορόδου. Μέχρι το 1980 εργάστηκε σε διάφορες δημόσιες θέσεις. Τον Μάιο του 1981 χειροτονήθηκε Διάκονος και τον Αύγουστο του ίδιου έτους Πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Κούρσκ και Μπελγορόδου Χρυσόστομο. Υπηρέτησε στην Επισκοπή Κούρσκ (1981-1985) και στην Επισκοπή Ιρκούτσκ (1985-1990) Το 1991 προήχθη σε Πρωθιερέα. Στις 15 Ιανουαρίου 1992 εκάρη μοναχός στη Λαύρα του Σεργιέβου Ποσάντ. Στις 26 Ιανουαρίου 1992 χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό των Θεοφανείων της Μόσχας Επίσκοπος Χαμπαρόβου και Μπλαγοβέσενσκ. Τη χειροτονία τέλεσε ο Πατριάρχης Ρωσίας Αλέξιος ο Β΄, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιο, Ροστόβου και Νοβοτσερκάσκ Βλαδίμηρο, Σμολένσκ και Καλλίνινγκραδ Κύριλλο, τους Αρχιεπισκόπους Βίλνας και Λιθουανίας Χρυσόστομο, Χερσονήσου Βαλεντίνο, Σολνετσνογκόρσκ Σέργιο και τους Επισκόπους Ιρκούτσκ και Τσιτά Βαδίμ, Ίστρας Αρσένιο και Ποδόλσκ Βίκτωρα. Στις 28 Δεκεμβρίου 1993 ο τίτλος της Επισκοπής του μεταβλήθηκε σε "Χαμπαρόβου και Πριαμούρ". Την ίδια ημέρα διορίστηκε τοποτηρητής της νεοσύστατης Επισκοπής Μπλαγοβέσενσκ και Τίνδας (μέχρι τις 21 Απριλίου 1994), η οποία αποσπάστηκε από την Επισκοπή Χαμπαρόβου. Στις 18 Ιουλίου 1995 τοποθετήθηκε Επίσκοπος Δημητρώβου, Βικάριος της Επισκοπής Μόσχας και αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Ρωσίας. Στις 11 Οκτωβρίου 1996 εξελέγη Επίσκοπος Τσιτά και Ζαβαϊκάλης. Το 1999 διετέλεσε τοποτηρητής της Αυτόνομης Εκκλησίας της Ιαπωνίας. Στις 6 Οκτωβρίου 1999 μετατέθηκε στην Επισκοπή Χερσονήσου. Στις 25 Φεβρουαρίου 2002 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Διετέλεσε τοποτηρητής της Επισκοπής Σούροζ από τις 9 Μαΐου 2006 μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου 2007. Στις 24 Δεκεμβρίου 2010 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Βίλνας και Λιθουανίας. Στις 20 Νοεμβρίου 2016 προήχθη σε Μητροπολίτη.

Το νομικό καθεστώς των Εκκλησιών στήν Λιθουανία

- Διάφορες θρησκευτικές ενώσεις

Οι κύριες θρησκευτικές ομάδες, θρησκευτικές κοινότητες, θρησκευτικές ενώσεις και θρησκευτικά κέντρα, καθορίζονται από το άρθρο 2 του νόμου του 1995. Σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτού του άρθρου "θρησκευτική κοινότητα είναι μια ένωση που αποτελείται από μια ομάδα ατόμων που επιθυμούν να εφαρμόσουν τους σκοπούς της ίδιας θρησκείας. Μπορεί να λαμβάνει την μορφή μιας τοπικής υποδιαίρεσης μιας αντιστοιχούσας θρησκευτικής ένωσης". Το άρθρο 1 του ίδιου νόμου διευκρινίζει περαιτέρω ότι " οι θρησκευτικές ομάδες μπορούν να καταχωρίζονται σε μητρώα, εφόσον αποτελούνται το ελάχιστο από δεκαπέντε μέλη, συγκεκριμένα ενήλικων πολιτών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας".

Μια θρησκευτική ένωση αποτελεί ομάδα δύο ή περισσοτέρων θρησκευτικών κοινοτήτων ή Εκκλησιών της ίδιας θρησκείας που υπόκεινται σε κοινή καθοδήγηση. Θρησκευτικό κέντρο είναι το διευθυντικό όργανο μιας θρησκευτικής ένωσης. Η καταχώριση των θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων δεν είναι υποχρεωτική, ωστόσο αν δεν καταχωρηθούν δεν αναγνωρίζονται από τον νόμο.

- Διαφορετικό καθεστώς των Θρησκειών

Το κράτος ιεραρχεί τις σχέσεις του με τις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες. Διακρίνει μεταξύ τριών τύπων θρησκευτικών κοινοτήτων: τις "παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις", τις " αναγνωρισμένες από το κράτος θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις" και τις " θρησκευτικές κοινότητες και ενώσεις που έχουν δικαιώματα νομικού προσώπου". Μια θρησκευτική κοινότητα ή ένωση θεωρείται παραδοσιακή εφόσον αποτελεί μέρος της ιστορικής, πνευματικής και κοινωνικής κληρονομιάς της Λιθουανίας. Το άρθρο 5 του νόμου του 1995 ονομάζει εννέα τέτοιες Εκκλησίες: την Ρωμαιοκαθολική, την Ελληνική Ορθόδοξη, την Ευαγγελική Λουθηρανική, την Ευαγγελική Μεταρρυθμισμένη, την Ρωσική Ορθόδοξη, την Εκκλησία των Παλαιοπίστων, την Εβραϊκή, την Μουσουλμανική Σούνι και την Καράϊτη.

Το άρθρο 6 του ίδιου νόμου προβλέπει ότι οι μη παραδοσιακές θρησκευτικές ενώσεις μπορούν να αναγνωριστούν από το κράτος "εάν υποστηρίζονται από την κοινωνία, και εφόσον η διδασκαλία και οι κανόνες τους δεν αντίκεινται στους νόμους και τα χρηστά ήθη". Ο νόμος δεν καθορίζει τα κριτήρια για την κρατική αναγνώριση, ούτε θέτει ένα χρονοδιάγραμμα για την διαδικασία λήψης της απόφασης.

Οι μη παραδοσιακές και μη αναγνωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες μπορούν να αποκτήσουν τα δικαιώματα νομικού προσώπου. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του σχετικού νόμου, οι θρησκευτικές ενώσεις και κοινότητες αποκτούν τα σχετικά δικαιώματα κατά τον χρόνο της καταχώρισης στα οικεία μητρώα των καταστατικών τους.

Ο νόμος του 1995 δεν καθορίζει σε τι συνίστανται τα δικαιώματα των θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων. Ωστόσο ο Αστικός Κώδικας ορίζει ότι αποτελούν δημόσια μη κερδοσκοπικά ιδρύματα.

Λαμβάνοντας υπόψη την σύσταση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Απριλίου 2000 αναφορικά με τις Παράνομες Δραστηριότητες Θρησκευτικών Σεκτών, η κυβέρνηση της Λιθουανίας δημιούργησε μια επιτροπή για τον συντονισμό των διαφόρων κρατικών οργάνων το οποίο, συμφώνως προς τις αρμοδιότητές τους, επιλύει προβλήματα που εγείρονται από δραστηριότητες θρησκευτικών, αποκρυφιστικών και φιλοσοφικών ομάδων. Ρόλος της επιτροπής αυτής είναι ο συντονισμός των ερευνών για την τυχόν μη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων των υποδεικνυόμενων ομάδων με τον νόμο, η δημιουργία ενός ασφαλούς δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατικών οργάνων καθώς και η παροχή προς αυτά, όταν καθίσταται αναγκαίο, εντολών για κρατικές παρεμβάσεις επείγοντος χαρακτήρα. Κάθε εξάμηνο η επιτροπή παρουσιάζει αναφορά για τις δραστηριότητες της Κυβέρνησης και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Χρηματοδότηση των Εκκλησιών

Οι Εκκλησίες στην Λιθουανία δεν υποστηρίζονται από εκκλησιαστικό φόρο. Οι οικονομικές προεκτάσεις της σχέσης μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας περιλαμβάνουν κυρίως κρατική οικονομική υποστήριξη και ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση.

Όλες οι εισφορές που λαμβάνουν οι θρησκευτικές κοινότητες, ενώσεις και κέντρα δεν υπόκεινται σε φόρο. Ενισχύσεις για σχέδια θρησκευτικής ανάπτυξης και δημόσιας φιλανθρωπίας εκφεύγουν επίσης των φόρων, υπό την αίρεση ότι το Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλειας και Εργασίας δίνει την έγκριση του. Οι θρησκευτικές ενώσεις και κοινότητες οφείλουν να ενημερώνουν τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα για τις σχετικές δραστηριότητές τους.

Οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να αναπτύσσουν εκδοτικές, παραγωγικές και οικονομικές δραστηριότητες, δημιουργώντας δημόσια μέσα ενημέρωσης, φιλανθρωπικά ιδρύματα και άλλους οργανισμούς. Ωστόσο για όσες δραστηριότητες έχουν οικονομικό-εμπορικό χαρακτήρα οφείλουν να καταβάλουν φόρο.

Ο τομέας με την μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση είναι η παιδεία. Από τον Σεπτέμβριο του 2001, όλα τα σχολεία των παραδοσιακών θρησκευτικών ενώσεων μπορούν να χρηματοδοτούνται και να υποστηρίζονται από την κυβέρνηση ή από ιδρύματα αναγνωρισμένα από αυτήν. Αυτή η οικονομική ενίσχυση είναι η ίδια με αυτή που λαμβάνει ένα κοινό δημόσιο σχολείο. Το ύψος της ενίσχυσης προσδιορίζεται από έναν τρόπο υπολογισμού που διακρίνει τα υπολογιζόμενα έξοδα για έναν μαθητή.

Για την Καθολική Εκκλησία, η κρατική οικονομική ενίσχυση καθορίζεται από την Συμφωνία για την Συνεργασία στην Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό. Κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που συστήνονται από κοινού με την Καθολική Εκκλησία καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα που ανταποκρίνονται στις καθιερωμένες δημόσιες αρχές "θα χρηματοδοτούνται από τον δημόσιο προϋπολογισμό& ".

Όλες οι θρησκευτικές ενώσεις και κοινότητες που έχουν δικαιώματα νομικού προσώπου μπορούν να λαμβάνουν κρατική ενίσχυση για πολιτιστικές, εκπαιδευτικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Ωστόσο το κράτος δεν υποχρεώνεται να δίνει αυτές τις ενισχύσεις. Για τους παραδοσιακούς εκκλησιαστικούς οργανισμούς η λήψη της ενίσχυσης αυτής στην πράξη είναι ευκολότερη. Το κράτος ενισχύει επίσης τις Εκκλησίες για την αποκατάσταση των ιστορικών κτισμάτων τους και την συντήρησή τους.

Από την γενικότερη, πάντως, στάση του κράτους στον τομέα των οικονομικών ενισχύσεων διαφαίνεται διακριτική μεταχείριση απέναντι στην Καθολική και τις υπόλοιπες Εκκλησίες. Κάτι τέτοιο δημιουργεί την εντύπωση ότι το κράτος δεν εγγυάται ίση θρησκευτική ελευθερία για όλους τους πολίτες και δεν προστατεύει επαρκώς την ισότητα όλων των εκκλησιαστικών οργανώσεων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας έχει πάντως αποφανθεί ότι οι παραδοσιακές Εκκλησίες μπορούν να τυγχάνουν μεταχείρισης που οι υπόλοιπες εκκλησίες δεν έχουν.