Αφιέρωμα στον παλαιό Μητροπολιτικό Ναό της πόλεως Δράμας
Η ΔΡΑΜΑ είναι μια πόλη, με την ιστορία της να χάνεται στα βάθη του χρόνου. Τελευταία στοιχεία που έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία εντός της σημερινής πόλεως, μαρτυρούν ότι κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρξε αποικία των Φιλίππων. Διάφορα άλλα στοιχεία, μαρτυρούν επίσης ότι είχε κοινωνική ζωή ακόμα παλαιότερα και μάλιστα ορισμένα από αυτά αποδεικνύουν ότι στην περιοχή πολύ κοντά στη σημερινή πόλη, υπήρξε προϊστορικός οικισμός (εργατικές κατοικίες Αρκαδικού).
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, η πόλη της Δράμας και η περιοχή της, δέχθηκαν από πολύ νωρίς τον λόγο του Ευαγγελίου καθώς γειτνιάζει προς τους Φιλίππους, όπου ο Απόστολος Παύλος το 49 μ.Χ., ίδρυσε την πρώτη χριστιανική εκκλησία επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Έχουν μάλιστα βρεθεί τα θεμέλια μεγάλης τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής στον αύλειο χώρο του Ναού της Αγίας Σοφίας Δράμας, ο οποίος σήμερα ανασκάπτεται εκ βάθρων. Η ανασκαφή αυτή έχει αναδείξει σημαντικά ιστορικά στοιχεία για την περιοχή.
Για εννέα περίπου αιώνες, η Δράμα ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη των Φιλίππων, διοικούμενη από πρωθιερέα του Μητροπολίτη Φιλίππων έως το 900 μ.Χ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ναός της Αγίας Σοφίας, θεωρείται ως ο παλαιότερος χριστιανικός ναός στην περιοχή, ενώ αργότερα οικοδομείται ο Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών (επί της σημερινής οδού Βενιζέλου), ο οποίος ανάγεται στον 14ο αιώνα και εικάζεται ότι συνδέεται με το θάνατο και την πρώτη ταφή της (Γιολάντας) Ειρήνης του Μομφεράτου, δεύτερης συζύγου του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου.
Ο τρίτος παλαιότερος ναός
Αυτά τα λίγα ιστορικά στοιχεία, μας εισάγουν στο κλίμα της εποχής, κατά την οποία λίγο πιο μετά φέρεται να έχει οικοδομηθεί ιερός ναός λίγο πιο πάνω από αυτόν τον Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ο οποίος πολύ αργότερα βέβαια, είχε λάβει τον ρόλο του πρώτου Μητροπολιτικού ναού της πόλεως Δράμας και σήμερα είναι ο παλαιός Μητροπολιτικός ναός, αφού στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ανεγέρθη ο σημερινός Μητροπολιτικός ναός.
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, ο παλαιός Μητροπολιτικός ναός, είναι ο τρίτος παλαιότερος ναός στην περιοχή, μετά από το ναό της Αγίας Σοφίας και το ναό των Ταξιαρχών και αυτό σαφώς έχει τη δική του αξία και ιστορία.
Ο «Π.Τ.», είχε την ευσεβή τύχη, να μιλήσει με τον πατέρα Κωνσταντίνο Χλιάρα, εφημέριο του Μητροπολιτικού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου, Ιστορικό και υποψήφιο Διδάκτωρ Λαογραφίας, ο οποίος και μας παραθέτει σημαντικά ιστορικά στοιχεία.
Όπως σημειώνει ο π. Χλιάρας, «ο παλαιός Μητροπολιτικός Ναός, γνωρίζουμε ότι βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση, από τον 12ο αιώνα με βάση τη βιβλιογραφία. Η παρούσα του φάση όπως είναι σήμερα τουλάχιστον στο εσωτερικό του, είναι μετά το 1830, οπότε μετά από ένα μεγάλο σεισμό που έγινε στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας με επίκεντρο την Ξάνθη, κατεστράφη μέρος του. Από τότε, έχουμε την τοποθέτηση νέου τέμπλου, νέων εικόνων και την υπόλοιπη επίπλωση του ναού».
Εικονογράφοι από το Άνω Νευροκόπι
Αυτό που μπορεί κανείς να θαυμάσει στο εσωτερικό του ναού, είναι το υπέροχο τέμπλο του και οι εικόνες, οι οποίες είναι της λεγόμενης ναζαρινής τεχνοτροπίας, ενώ φιλοξενούνται και εικόνες από τον γνωστό αγιογράφο και λαϊκό ζωγράφο Στέργιο, από το Άνω Νευροκόπι.
«Όταν λέμε Άνω Νευροκόπι, εννοούμε το σημερινό Γκότσε Ντέλτσεφ», διευκρινίζει ο π. Χλιάρας και συνεχίζει: «Το Κ. Νευροκόπι ήταν τότε Ζίρνοβο. Στο Άνω Νευροκόπι είχε αναπτυχθεί μια σχολή περί της λαϊκής εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Οι αγιογράφοι, οι λαϊκοί ζωγράφοι που εργάστηκαν γι’ αυτές τις εικόνες, προήρχοντο κυρίως από εκεί».
Όπως μας εξιστορεί, «επικεφαλής ήταν ο Στέργιος, αγιογράφος από το Νευροκόπι, όπως υπογράφει στις περισσότερες εικόνες, ενώ υποθέτουμε πως ήταν και κάποιοι συνεργάτες του μαζί που ασχολήθηκαν με το έργο αυτό. Έργα του δε, υπάρχουν σχεδόν σε όλους τους μεταβυζαντινούς ναούς της Μητροπόλεως Δράμας (Αδριανή, Δοξάτο, Χωριστή κτλ.)».
Όπως εξηγεί, «τη δεκαετία του 1930, επί αρχιερατείας Δράμας Βασιλείου, έγινε μερική ανακαίνιση του ναού. Και τούτο διότι αντικαταστάθηκαν οι μεγάλες εικόνες του τέμπλου με τις παρούσες που είναι τώρα, οι οποίες έχουν αγιογραφηθεί σε εργαστήρια του Αγίου Όρους κατά τη ναζαρινή τεχνοτροπία, η οποία ήταν την εποχή εκείνη πολύ χαρακτηριστική και έχει έντονες επιρροές από τη Δύση».
Η ναζαρινή και η βυζαντινή αγιογραφία
Ερωτώμενος για το ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στις δύο τεχνοτροπίες, ο π. Χλιάρας διευκρινίζει ότι στη ναζαρινή τεχνοτροπία, «οι μορφές είναι πιο φυσικές, πιο φωτογραφικές, νατουραλιστικές θα λέγαμε. Έχουν τρεις διαστάσεις εν αντιθέσει με τη βυζαντινή τεχνοτροπία και ωραιοποιούν το πρόσωπο. Οι αντίστοιχες βυζαντινές εικόνες, βγάζουν μια εντονότερη πνευματικότητα. Οι εκφράσεις, οι μορφές, είναι τέτοιες που δείχνουν διαφορετικά πράγματα σε σύγκριση με τις εικόνες της ναζαρινής τεχνοτροπίας, η οποία θέλει να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην πραγματικότητα και δεν βλέπουμε ισχνές μορφές, αποστεωμένες και ασκητικές όπως στη βυζαντινή τεχνοτροπία. Βλέπουμε εικόνες πιο κοντά στην πραγματικότητα, με μια τάση εξιδανίκευσης, εξωραϊσμού. Παρ’ όλα αυτά, η τέχνη αυτή την εποχή εκείνη θεωρούνταν βυζαντινή. Σκεφτείτε ότι τα έργα αυτά προέρχονται από εργαστήρια του Αγίου Όρους»
Στη Σίψα οι παλιές εικόνες
Όσον αφορά για τις παλαιές εικόνες, ο π. Χλιάρας σημειώνει ότι «οι προηγούμενες εικόνες του τέμπλου του 1830, μεταφέρθηκαν στη Μονή της Σίψας, ενώσω βρισκόταν στη ζωή ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης. Η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας στη Σίψα, είναι η εικόνα του τέμπλου του παλαιού Μητροπολιτικού Ναού. Ο Άγιος, ευλαμπούνταν ιδιαίτερα τις παλαιές εικόνες και γι’ αυτό τις ζήτησε όταν τις αντικατέστησαν με αυτές, να μπουν στο παλιό καθολικό μοναστήρι, όπου επίσης βρίσκεται η εικόνα του Προδρόμου, του Χριστού και η Αγία Ελεούσα».
Η σημερινή μορφή του ναού
Στην ερώτηση για το πώς φτάσαμε στη σημερινή μορφή του παλαιού Μητροπολιτικού ναού, ο π. Χλιάρας μάς εξηγεί ότι, η σημερινή του εικόνα, είναι αποτέλεσμα της κατεδαφίσεως του μισού ναού τη δεκαετία του 1970, μετά την αποπεράτωση του σημερινού νέου Μητροπολιτικού Ναού, ακριβώς δίπλα.
«Τότε πάρθηκε αυτή η απόφαση και κατεδαφίστηκε το μισό του ναού. Σκεφτείτε ότι ο ναός έφτανε μέχρι έξω το δρόμο. Εδώ δε που είναι ο νέος Μητροπολιτικός Ναός, βρισκόταν το παλαιό Επισκοπείο, το οποίο και αυτό με τη σειρά του γκρεμίστηκε για να χτιστεί ο νέος ναός και ξεκίνησε η ανοικοδόμηση του νέου Επισκοπείου, όλα αυτά επί Δράμας Φιλίππου. Η κατεδάφιση όμως του παλαιού ναού, έγινε μετά την ολοκλήρωση του νέου ναού επί Δράμας Διονυσίου. Τότε χτίστηκε ο μεσότοιχος αυτός, για να κλείσει το μισό το οποίο δημιουργήθηκε» εξηγεί ο π. Χλιάρας.
Τα 100 χρόνια Ελευθέρια
Υπάρχει όμως και μια νέα φάση αναπαλαίωσης του παλαιού Μητροπολιτικού ναού, που έγινε επί Δράμας Παύλου. Σύμφωνα με τον π. Χλιάρα, «το 2007, ο μακαριστός Μητροπολίτης μας Παύλος, ξεκίνησε τις εργασίες για την αναπαλαίωση και αποκατάσταση κατά το δυνατόν, του μνημείου αυτού της πόλεώς μας, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 2013. Οπότε και την 1η Ιουλίου 2013, έγιναν τα εγκαίνια εκ νέου του παλαιού Μητροπολιτικού ναού επί τη συμπληρώσει 100 ετών από τα Ελευθέρια της πόλεως.
Ο δε συμβολισμός στην επιλογή της ημερομηνίας ήταν έντονος. Διότι τις ημέρες εκείνες της απελευθερώσεως του 1913, διαδραματίστηκαν όλα τα γεγονότα, εντός του ναού και δίπλα που ήταν το Επισκοπείο, τα γραφεία της Δημογεροντίας κτλ.»
Όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο εφημέριος του Μητροπολιτικού ναού Δράμας, «οι Δραμινοί τότε, οι Χριστιανοί της Δράμας που ήταν μειοψηφία, συγκεντρώθηκαν εδώ για το φόβο των σφαγών, αφού έμαθαν τι συνέβη στο Δοξάτο (σ.σ. Σφαγή του Δοξάτου, 30 Ιουλίου1913) και με επικεφαλής τον τότε Δράμας Αγαθάγγελο Κωνσταντινίδη τον Μάγνητα (του οποίου η προτομή βρίσκεται έξω από τον παλαιό ναό), παρέμειναν εδώ για το φόβο των σφαγών και στη Δράμα.
Μόνος ο Αγαθάγγελος εξήλθε της Μητροπόλεως – όσες φορές χρειάστηκε – και αυτός υποδέχθηκε τα πρώτα τμήματα του Ελληνικού Στρατού στην περιοχή της Ταξιαρχίας και από εκεί διά της οδού Βενιζέλου, εισήλθε ο Ελληνικός Στρατός στην πόλη. Εδώ εψάλη η Δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλεως».
Μοναδική ενορία!
Ιδιαίτερα τονίζει ο π. Χλιάρας, ότι, «η ιστορικότητα και η σπουδαιότητα του μνημείου αυτού για την πόλη, δεν έγκειται στα γεγονότα μόνο της απελευθερώσεως, αλλά έχει να κάνει και με το εξής: Η Μητρόπολις, καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας υπήρξε η μόνη Ενορία στην πόλη της Δράμας. Ο παλαιός Μητροπολιτικός Ναός, μαζί με το παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών, ήταν οι δύο μόνοι ορθόδοξοι χώροι λατρείας σε ολόκληρη τη Δράμα. Το χριστιανικό στοιχείο, εν συγκρίσει με το αντίστοιχο μουσουλμανικό, ήταν ελάχιστο.
Το γεγονός ότι ήταν ο μόνος ενοριακός ναός, έχει να κάνει με το ότι ήταν το κατ’ εξοχήν κέντρο της Ορθόδοξης Κοινότητας της πόλης. Εδώ λάμβαναν χώρα όλα τα κοινωνικά γεγονότα. Οι γάμοι, οι βαπτίσεις, οι κηδείες γενεών Δραμινών, ήταν συνδεδεμένα μ’ αυτόν τον ναό.
Γι’ αυτό και για πολλά χρόνια ακόμα και μετά που χτίστηκε ο νέος ναός, η Μητρόπολη είχε ένα ιδιαίτερο συμβολισμό για τους παλιούς Δραμινούς. Σκεφτείτε ότι μέχρι τη δεκαετία του 1960 και ενώ είχαν γίνει παράλληλα οι νέες ενορίες με την έλευση των προσφύγων κτλ., οι περισσότεροι προτιμούσαν να παντρεύονται στη Μητρόπολη. Γιατί οι παππούδες τους, οι γονείς τους είχαν παντρευτεί εδώ. Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει ατονίσει και πλέον έχουμε την αίσθηση των ενοριών πιο έντονη και καλώς όλοι τελούν τα μυστήρια στις ενορίες τους».
Επισκέψεις σχολείων
Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι, τον παλαιό Μητροπολιτικό ναό μπορούν να επισκέπτονται σχολεία και ομάδες τουριστών και να ξεναγηθούν σ’ αυτόν, καθώς, η σημασία του μνημείου αυτού για την πόλη, «είναι ελάχιστα γνωστή ακόμα στους Δραμινούς και αυτό το αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά που έρχονται σχολεία, διότι τα περισσότερα παιδιά δεν ξέρουν ότι έχουμε παλιά Μητρόπολη ή δεν ξέρουν ποια είναι η ιστορία αυτού του μνημείου, τι σημαίνει, ποια είναι η αξία της για την ιστορία της πόλης, για τους ανθρώπους της πόλης. Γιατί κακά τα ψέματα, η ιστορία έχει νόημα όταν αφορά τους ανθρώπους της».
Ερωτώμενος για το πώς αντιλαμβάνονται αυτή την ιστορία του ναού οι μαθητές και μαθήτριες που τον επισκέπτονται, ο π. Χλιάρας μας λέει ότι «κατ’ αρχήν ενθουσιάζονται με την εικόνα του επιχρυσωμένου τέμπλου. Και η πρώτη ερώτηση που πάντοτε δέχομαι είναι, αν είναι πραγματικό χρυσό και εξηγώ φυσικά ότι δεν είναι. Από εκεί και πέρα τα παιδιά δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για το ότι οι εικόνες αυτές είναι διαφορετικές.
Γιατί είναι συνηθισμένα πλέον στο νέο-βυζαντινό στυλ το οποίο μετά τον Κόντογλου καθιερώθηκε σταδιακά και θα έλεγα ότι επιβλήθηκε από την Εκκλησία καθολικά σαν ύφος της σύγχρονης εκκλησιαστικής τέχνης. Τους κάνουν τόσο εντύπωση αυτές οι εικόνες, που για τα παιδικά μάτια είναι πιο ζωντανές, πιο φωτεινές, με πιο έντονα χρώματα και τα κερδίζουν περισσότερο αυτές οι εικόνες, εν συγκρίσει τουλάχιστον με αυτό που έχουμε μάθει στη βυζαντινή τέχνη, την αντιγραφή επικόλληση που παίρνουν παλαιότερα έργα και δημιουργούν πάνω σ’ αυτά».
Η λαϊκή εκκλησιαστική ζωγραφική
Ερωτώμενος για τις εικόνες που βρίσκονται ψηλά στο τέμπλο, ο π. Χλιάρας μας λέει ότι, «την τέχνη αυτή – πέραν των ναζαρινών που είπαμε πριν – στις μικρές εικόνες του τέμπλου, την αποκαλούμε λαϊκή ζωγραφική και υποδιαιρείται σε κοσμική και εκκλησιαστική.
Η λαϊκή εκκλησιαστική ζωγραφική, έχει σπουδαία πράγματα. Διότι οι λαϊκοί ζωγράφοι της εποχής εκείνης, έπαιρναν τις επιρροές από τη Δύση, απ’ αυτά που έβλεπαν που κυκλοφορούσαν, από βιβλία που τυχόν κυκλοφορούσαν, από χαλκογραφίες που ιδιαίτερα ήταν διαδεδομένες μέχρι το 19ο αιώνα. Έπαιρναν αυτά τα στοιχεία, τα μπόλιαζαν με ό,τι ήδη κουβαλούσαν αυτοί από τη συνεχιζόμενη από μάστορα σε μαθητή και ούτω καθ’ εξής βυζαντινή τέχνη που επιβίωνε μέχρι τις μέρες τους και την προσάρμοζαν στην εποχή τους. Γι’ αυτό, αυτή η τέχνη ήταν ζωντανή. Μιλούσε στους ανθρώπους της εκάστοτε εποχής. Και βλέπουμε πολλά τέτοια στοιχεία σ’ αυτές τις εικόνες».
Δείχνοντας μια συγκεκριμένη εικόνα ψηλά στο τέμπλο, η οποία απεικονίζει ή την γέννηση της Παναγίας ή την γέννηση του Προδρόμου, εξηγεί: «Βλέπουμε ότι η γέννηση αυτή είναι μέσα σε ένα οίκημα, το οποίο όμως δεν είναι της εποχής του Χριστού, αλλά ένας οθωμανικός οντάς. Θυμίζει δηλαδή ένα αρχοντικό της εποχής του ζωγράφου. Καταλαβαίνεται δηλαδή πώς επικαιροποιεί το μήνυμα που θέλει να περάσει ο λαϊκός ζωγράφος της εποχής εκείνης; Δεν κάνει μια στείρα αντιγραφή!
Ή σε μια άλλη εικόνα, βρίσκουμε στην γέννηση του Χριστού, να απεικονίζονται με υποδήματα της εποχής του ζωγράφου ή οικήματα να μοιάζουν με μακεδονικά σπίτια της εποχής εκείνης, τα οποία ήταν φυσικά εντελώς άσχετα, με την περίοδο κατά την οποία συνέβησαν τα γεγονότα τα οποία περιγράφουν οι εικόνες».
Στην ερώτηση αν αυτό γινόταν εσκεμμένα για να ενσωματώσει την εικόνα στην κοινωνία της εποχής του, μας λέει ότι δεν γινόταν συνειδητά από τους λαϊκούς ζωγράφους. «Πιστεύω ότι ήταν δεδομένο, με την έννοια ότι, εφόσον οι ίδιοι ζούσαν το συμβάν, θεωρούσαν ότι είναι παρόν στη δική τους εποχή, ως βίωμα. Δεν πιστεύω ότι γινόταν επίτηδες αυτό. Για παράδειγμα, βρίσκουμε άλλες εικόνες – όχι εδώ στο ναό – τους ιεράρχες αγίους, να φορούν περιβολή αρχιερέων της περιόδου και όχι την αρχαιοπρεπή περιβολή με φελόνιο και ωμοφόριο μόνο».
Ερωτώμενος για τα χαρακτηριστικά των εικόνων αυτών, ο π. Χλιάρας μας λέει ότι, «λίγο ή πολύ, το κάθε ένα εδώ μέσα, διηγείται τη δική του ιστορία. Έπειτα οι επιγραφές που έχουν οι εικόνες, πέραν δηλαδή του ονόματος του αγιογράφου σε κάποιες, πέραν των ημερομηνιών πότε φτιάχτηκαν και των δωρητών σε κάποιες άλλες, μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία γενικά για την ιστορία της πόλης. Και η έλλειψη αυτών των στοιχείων, λόγω της καταστροφής τους κατά τις τρεις βουλγαρικές κατοχές στον 20ο αιώνα, τα κάνει ακόμα πιο σπουδαία τεκμήρια της τοπικής μας ιστορίας. Γι’ αυτό και ο μακαριστός Παύλος, που τόσο είχε μέριμνα για την ιστορία και τη διατήρησή της, για την ιστορία και τον πολιτισμό, από την πρώτη στιγμή δρομολόγησε άμεσα την αναστήλωση και αναπαλαίωση του παλαιού Μητροπολιτικού ναού. Και πραγματικά όσοι έρχονται να το επισκεφτούν, θαυμάζουν και την ομορφιά αλλά και όλα αυτά τα ιστορικά στοιχεία».
Καθημερινές λειτουργίες
Θα πρέπει τέλος να πούμε ότι, σήμερα πλέον και μετά απ’ όλες αυτές τις εργασίες καθημερινά σχεδόν τελούνται οι Θείες Λειτουργίες στον παλαιό Μητροπολιτικό Ναό στις περισσότερες λειτουργίες. «Για εμάς τους ιερείς που λειτουργούμε εδώ», λέει ο εφημέριος, «είναι πολύ σπουδαίο και συγκινητικό, όταν αναλογιζόμαστε πόσοι ιερείς και επίσκοποι και διάκονοι ανά τους αιώνες, από τον 12ο αιώνα που ξέρουμε ότι υπάρχει εδώ ο ναός, ιερουργούσαν στο ίδιο θυσιαστήριο που ιερουργούμε σήμερα εμείς. Είναι η αίσθηση της συνέχειας της ιεροσύνης – όπως μια σκυταλοδρομία, όπου οι προηγούμενοι παραδίδουν στους επόμενους».