ΤΗΣ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ! Άρχοντας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τα χώνει στούς Μητροπολίτες Ύδρας και Αργολίδος για τον Αρχιμανδρίτη «λέρα» της Ερμιονίδας: «Η διαδικασία ενώπιον της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης υπάρχει για να εφαρμόζεται σωστά και όχι κατά το δοκούν»
Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες απασχολεί την κοινή γνώμη η υπόθεση άγαμου κληρικού, υπαγομένου στην κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, ο οποίος καταδικάσθηκε από το Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου σε φυλάκιση σαράντα μηνών άνευ αναστολής για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας εις βάρος ανηλίκου (12χρονου) αγοριού.
Επί της αποφάσεως αυτής ο κληρικός άσκησε έφεση.
Παραλλήλως με την ποινική δικαιοσύνη, αντέδρασε και η ανωτέρω Ιερά Μητρόπολη, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της 3 ης Ιουνίου 2023 της ανωτέρω Ιεράς Μητροπόλεως – θέτοντας τον κληρικό της σε αργία «ἕως διελευκάνσεως τῆς ὑποθέσεώς του γιά ἀδίκημα διωκόμενον ἀπό τον Ποινικόν Κώδικα καί ταυτοχρόνως ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας».
Ερώτημα: Η αντίδραση της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης συνιστά ενέργεια εκκλησιαστικού δικαστηρίου; Και αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε η ενέργεια αυτή είναι και ορθή ή εσφαλμένη;
Καταρχήν, θα πρέπει να εξετάσουμε, αν η κατηγορία της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, που απέδωσε στον κληρικό η ποινική δικαιοσύνη, συνιστά κανονικό παράπτωμα.
Πράγματι, το συγκεκριμένο αδίκημα προβλέπεται στον 70 ο κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος έχει ως εξής: «Διάκονος ἐν χείλεσι μιανθείς καί μέχρι τούτου ἡμαρτηκέναι ὁμολογήσας, τῆς λειτουργίας ἐπισχεθήσεται, τοῦ δέ μετέχειν τῶν ἁγιασμάτων μετά τῶν διακόνων ἀξιωθήσεται· τό δέ αὐτό καί πρεσβύτερος. Εἰ δέ τι πλέον τούτου φωραθείη τις ἡμαρτηκώς, ἐν οἵῳ ἂν ᾖ βαθμῷ, καθαιρήσεται».
Όπως προκύπτει από τον συγκεκριμένο κανόνα, διάκονος ή πρεσβύτερος, ο οποίος μιάνει (λερώσει) τα χείλη του και το ομολογήσει, τού απαγορεύεται να λειτουργεί (ποινή αργίας), περιοριζόμενος κατά την διάρκεια της αργίας μόνο στην θεία μετάληψη μαζί με τους ομοιόβαθμους του κληρικούς. Εάν, όμως, προβεί σε σοβαρότερες από αυτή (δηλαδή μίανση χειλέων) πράξεις, τιμωρείται με καθαίρεση.
Στον συγκεκριμένο κανόνα, λοιπόν, τυποποιείται το κανονικό παράπτωμα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, με τους εξής ειδικότερους τρόπους:
Καταρχήν, προβλέπεται η απλή περίπτωση της χρήσεως μόνον των χειλέων ως τρόπου προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Ως χρήση χειλέων νοείται τόσο το εμπαθές και ερωτικό φιλί προς γυναίκα (βλ. ερμηνεία Ι. Ζωναρά και Πηδαλίου υπό τον 70 ο κανόνα) όσο και η επαφή των χειλέων του κληρικού και με άλλο μέρος του γυναικείου σώματος, δηλαδή το αιδοίο της (βλ. ερμηνεία Θ. Βαλσαμώνος υπό τον 70 ο κανόνα) Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, η επιβαλλόμενη ποινή είναι αυτή της αργίας, της οποίας η διάρκεια θα καθορισθεί από το επισκοπικό δικαστήριο, διατηρούντος όμως του παραβάτη κληρικού του δικαιώματος της θείας μεταλήψεως μετά των ομοιοβάθμων του κληρικών.
Εάν τώρα, ο κληρικός, δεν αρκεσθεί μόνο στο εμπαθές και ερωτικό φιλί και προχωρήσει και σε άλλες πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, οι οποίες βεβαίως ποικίλουν κατά περίπτωση, τότε έχουμε την επιβαρυντική περίπτωση του παραπτώματος και η προβλεπόμενη ποινή είναι η καθαίρεση (βλ. και το ερμηνευτικό σχόλιο του Θ. Βαλσαμώνα υπό τον κανόνα: «τὸν δὲ μὴ μέχρι τούτου ἡμαρτηκότα, ἀλλὰ καὶ εἰς πλέον ἐξολισθήσαντα, θέλει καθαιρεῖσθαι»).
Λόγω της παλαιότητας του ιερού κανόνα και της εξ αυτής απορρέουσας αδυναμίας του να καλύψει στις μέρες μας όλους τους πιθανούς τρόπους τελέσεως του παραπτώματος αλλά και όλα τα πιθανά πρόσωπα –αποδέκτες της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, θα εφαρμόσω στην ερμηνεία του κανόνα την ερμηνευτική αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας.
Υπό αυτό το πρίσμα:
Α) ως πράξη προσβολής γενετήσιας ελευθερίας – που υπερβαίνει τα όρια ενός ερωτικού και εμπαθούς φιλιού – και οδηγεί σε καθαίρεση συμφώνως προς τον 70 ο κανόνα του Μ. Βασιλείου, θα θεωρηθεί κάθε πράξη, η οποία έχει ως σκοπό την ερωτική – σεξουαλική προσέγγιση μίας γυναίκας, χωρίς όμως την δική της συναίνεση.
Β) στα πρόσωπα – αποδέκτες της προσβολής αυτής, λόγω της μεταβολής των κοινωνικών δομών και συμπεριφορών περί την ερωτική – σεξουαλική προσέγγιση ενός προσώπου, θα συμπεριλάβουμε πλέον και το έτερο φύλο, δηλαδή το αρσενικό, ανεξαρτήτως αν αυτά (άρρεν ή θήλυ) βρίσκονται στο στάδιο της ανηλικότητας ή της ενηλικότητας.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, η ερωτική – σεξουαλική προσέγγιση ενός προσώπου διά της αποστολής ηλεκτρονικώς υλικού ερωτικού – σεξουαλικού περιεχομένου συνιστά την επιβαρυντική περίπτωση του 70 ου κανόνα και οδηγεί σε καθαίρεση του παραβάτη κληρικού. Πολλώ δε μάλλον, στην συγκεκριμένη περίπτωση, που ο αποδέκτης της προσβολής είναι ανήλικο αγόρι και η επισυμβάσα προσβολή έχει ως υπόβαθρο την εκμετάλλευση εκ μέρους του παραβάτη κληρικού την ιδιαίτερης σχέσεως εμπιστοσύνης, που τον συνέδεε ως πνευματικό με το παιδί αυτό.
Υπό αυτά τα δεδομένα, ας δούμε την αντίδραση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.
Όπως ανέφερα ήδη, ο Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης στις 3 Ιουνίου, δηλαδή χωρίς καθυστέρηση από την γνωστοποίηση του γεγονότος, έθεσε σε αργία τον κληρικό του. Έπραξε όμως ορθώς;
Κατά το άρθρο 102 του ν. 5383/1932, ο αρμόδιος Μητροπολίτης δύναται να απαγορεύσει μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου κάθε ιεροπραξία χωρίς στέρηση μισθού, εφόσον πρόκειται για ποινικό αδίκημα, για το οποίο διατάχθηκε η προφυλάκιση του κατηγορουμένου κληρικού. Το ίδιο δικαίωμα έχει ο Μητροπολίτης και για κάθε παράπτωμα, που τιμωρείται με την ποινή της καθαιρέσεως, εφόσον προκάλεσε σκάνδαλο.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την επιβολή της ποινής της αργίας, είχαμε: α) ποινικό αδίκημα και β) προφυλάκιση, που προβλέπονται στην πργφ. 1.
Το ζήτημα τώρα είναι, ότι η ποινή της αργίας επιβάλλεται μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι κατά την επιβολή της ποινής θα πρέπει να έχει κινηθεί η διαδικασία ενώπιον της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης βάσει του άρθρου 100 του ν. 5383/1932. Και τούτο, διότι αν δεν κινηθεί η διαδικασία διώξεως βάσει του άρθρου 100, πως θα εκδοθεί απόφαση από το εκκλησιαστικό δικαστήριο;
Πέραν τούτου, αν δεν κινηθεί η διαδικασία διώξεως του άρθρου 100, δεν δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για ανάκριση του κατηγορουμένου και περαιτέρω δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αποκρυστάλλωση της αρμοδιότητας (άρθρο 9 ν. 5383/1932) ενός εκ των δύο συναρμοδίων Μητροπολιτών (άρθρο 7 ν. 5383/1932), δηλαδή του Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, ως έχοντος υπό την κανονική δικαιοδοσία του τον παραβάτη κληρικό και του Μητροπολίτη Αργολίδος ως έχοντος υπό την κανονική δικαιοδοσία του τον τόπο του παραπτώματος. Αλλά αυτό θα μπορούσαμε μάλλον να το ξεπεράσουμε, θεωρώντας κατ’ ερμηνείαν, ότι η επιβολή της ποινής της αργίας συνιστά και απόδειξη, ότι πρώτος επελήφθη της υποθέσεως ο Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, οπότε αυτός – κατ’ ερμηνείαν – είναι ο αρμόδιος. Και λέω μάλλον, διότι και η πράξη, που αποδεικνύει το γεγονός αυτό της προτεραιότητας, δεν είναι από νομικής απόψεως εντελώς ορθή, οπότε μη νομικώς ορθή πράξη, μη επέλευση εννόμων συνεπειών.
Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, είναι προβληματική η αναγνώριση αρμοδιότητας στον Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Αν τώρα λάβουμε υπόψιν, ότι και ο έτερος συναρμόδιος Μητροπολίτης, δηλαδή ο Αργολίδος, δεν φαίνεται να προέβη σε ουδεμία κίνηση για εφαρμογή του ν. 5383/1932, καταλαβαίνετε, ότι θεωρητικώς φαίνεται να έχουμε αρνησιδικία.
Συμφώνως με τα δημοσιευμένα στοιχεία, ο ένας Μητροπολίτης φαίνεται να επιλαμβάνεται μη νομίμως και ο άλλος φαίνεται να απέχει από το να επιληφθεί.
Επιπλέον, η ποινή της αργίας που επιβλήθηκε από τον Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης βάσει του άρθρου 102 συνοδεύεται κανονικώς και από μη στέρηση μισθού, κάτι το οποίο παραλείπει και δεν αναφέρει η ανακοίνωση της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Όπως επίσης δεν αναφέρεται στην εν λόγω ανακοίνωση και η διάταξη του άρθρου 102, κατά την οποία επιβάλλεται η έστω και ελλειπής ποινή.
Βεβαίως, το ίδιο δικαίωμα για επιβολή της ποινής της αργίας υπάρχει και κατά την πργφ. 2 του άρθρου 102 ν. 5383/1932, όπου οι προϋποθέσεις είναι λιγότερες, αφού απαιτείται μόνον κανονικό παράπτωμα που τιμωρείται με καθαίρεση και πρόκληση σκανδάλου, προϋποθέσεις οι οποίες πληρούνται, αφού όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα, έχουμε: α) και κανονικό παράπτωμα που τιμωρείται με καθαίρεση, ασχέτως αν η ανακοίνωση της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης δεν το αναφέρει και β) πρόκληση σκανδάλου. Αλλά και υπό αυτές τις συνθήκες, η μη αναφορά στην ανακοίνωση της Ιερά Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης στην πρόβλεψη για μη στέρηση μισθού, καθώς και η παράλειψη της διατάξεως του άρθρου 102 του ν. 5383/1932, που την θεμελιώνει, δημιουργεί πρόβλημα νομιμότητας και στην περίπτωση αυτή.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η απόφαση της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης ελέγχεται για την πλήρη ορθότητά της.
Αν όμως αμφότεροι οι Μητροπολίτες ή ένας εκ των δύο εφήρμοζαν το άρθρο 156 του ν. 5383, βάσει του οποίου η έναρξη της ποινικής διαδικασίας κατά κληρικού ή μοναχού δεν κωλύει την εκ παραλλήλου εισαγωγή ή διεξαγωγή της διαδικασίας του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, τουλάχιστον θα είχε κινηθεί η διαδικασία ενώπιον της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης εγκαίρως και νομίμως.
Πολλώ δε μάλλον η κατάσταση θα ήταν περισσότερο ελεγχόμενη, εάν τουλάχιστον ένας εξ αυτών εφήρμοζε και το άρθρο 157 του ν. 5383/1932, που παρέχει το δικαίωμα στον αρμόδιο Μητροπολίτη να απαιτήσει μετά την απολογία του κατηγορουμένου κληρικού ή μοναχού την ανακοίνωση της δικογραφίας σ’ αυτόν και εν ανάγκη και την παροχή απλών αντιγράφου αυτής.
Μετά από όλα αυτά, θα σας εκθέσω συνοπτικώς την διαδικασία, όπως αυτή θα έπρεπε να έχει ακολουθηθεί.
Από την στιγμή, που δημοσιοποιήθηκε η παραβατική πράξη, το πρόσωπο που την τέλεσε και ο τόπος που τελέστηκε, θα έπρεπε τουλάχιστον ένας εκ των δύο Μητροπολιτών, δηλαδή είτε ο Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης ως έχων υπό την κανονική δικαιοδοσία του τον κληρικό είτε ο Μητροπολίτης Αργολίδος ως ο Μητροπολίτης του τόπου του παραπτώματος (άρθρο 7) να προβεί στην εφαρμογή του άρθρου 102 πργφ. 1 του ν. 5383/1932 και να επιβάλλει την ποινή της αργίας χωρίς στέρηση μισθού, αφού προηγουμένως ενεργοποιούσε την διαδικασία του άρθρου 100 του ν. 5383/1932 και διέταζε την διενέργεια ανακρίσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 156 του ν. 5383/1932, ειδοποιώντας τον έτερο Μητροπολίτη, προς αποφυγήν συμπτώσεως αρμοδιοτήτων. Παραλλήλως και προς διευκόλυνση του ανακριτικού έργου θα έπρεπε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 157 ν. 5383/1932 να ζητηθεί και η σχηματισθείσα ποινική δικογραφία.
Στη συνέχεια, και μετά την περάτωση της ανακρίσεως από το ένα εκ των δύο Επισκοπικών Δικαστηρίων, η υπόθεση θα αχθεί ενώπιον αυτού προς εκδίκασιν. Στο στάδιο αυτό, και επειδή το τελεσθέν κανονικό παράπτωμα της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (70 ος κανόνας Μ. Βασιλείου) τιμωρείται με καθαίρεση αλλά το Επισκοπικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλλει τέτοια ποινή (άρθρο 11 ν. 5383/1932), το εν λόγω Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο και να παραπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο (άρθρο 12 ν. 5383/1932).
Το δε Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, ως αρμόδιο, και εφόσον δεν έχει περατωθεί η ποινική διαδικασία, θα έχει το δικαίωμα να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία, μέχρι να περατωθεί η αντίστοιχη διαδικασία ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης. Αν δεν υπάρχει τέτοιο θέμα, θα εκδικάσει κανονικώς και θα εκδώσει τη σχετική απόφαση.
Επί της αποφάσεως αυτής θα ασκηθεί λογικώς έφεση ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου και εκεί θα ολοκληρωθεί το αργότερο η σχολιαζόμενη υπόθεση.
Εγώ θα εκφράσω απλώς την ελπίδα, ότι κάποια στιγμή η Εκκλησία της Ελλάδος θα κατανοήσει, ότι η διαδικασία ενώπιον της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης υπάρχει για να εφαρμόζεται και να εφαρμόζεται σωστά και όχι κατά το δοκούν. Γιατί μόνο όταν εφαρμόζεται σωστά, απονέμεται δικαιοσύνη, που είναι άλλωστε και ο σκοπός της υπάρξεως της.
Όσον δε αφορά στην αναθεώρηση του σχετικού νόμου 5383/1932, τα έχω πει τόσες φορές, που πλέον καταντά κουραστικό και για μένα και για εσάς.
Δεν ξέρω, αν ισχύει το ίδιο και για την Εκκλησία μας.
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγορος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.