Ο Βαρθολομαίος απώλεσε την έξωθεν καλή μαρτυρία: Με όχημα το Έκκλητο επιβάλλεται ως super Πατριάρχης. Δύσκολα θα γίνει πιστευτό ότι οι Λιθουανοί ιερείς ήταν άσπιλοι και αμόλυντοι, ενώ οι Αμερικανοί ιερείς της OCA καθάρματα της κοινωνίας
Στα ψιλά και ασχολίαστη πέρασε από τους εκκλησιαστικούς ιστότοπους η τελευταία ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που συνεδρίασε στις 25 και 26 Απριλίου.
Σύμφωνα με το ανακοινωθέν : “ ….η Α. Θ. Παναγιότης, ο Πατριάρχης ημών, έθεσεν ενώπιον του Ιερού Σώματος τας ας Ούτος εξ απαραβάτου χρέους απεδέξατο εκκλήτους προσφυγάς των εν καιρώ καθαιρεθέντων εκ της ούτω καλουμένης «Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Αμερική» (O.C.A) Irineu Duvlea, Vasile Susan και Sebastian Dumitrascu. Θεωρηθείσης σχετικής εκθέσεως της Κανονικής Επιτροπής και μετ’ ενδελεχή εξέτασιν συντριών των περιπτώσεων, ομοφώνως απεφασίσθη όπως συνεχισθούν αι επ’ αυτών επιβληθείσαι εκκλησιαστικαί ποιναί.”
Αξίζει να δούμε ποιο είναι αυτό το απαράβατο χρέος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τι είναι αυτές οι έκκλητες προσφυγές και ποια είναι η ούτως καλουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία εν Αμερική, ώστε να καταλάβουμε τους σκοπούς και τις μεθοδεύσεις που κρύβονται πίσω από τις λέξεις.
Το έκκλητο
Η λέξη έκκλητος, με δύο κάππα και ήτα, είναι σύνθετη λέξη από την πρόθεση εκ και το επίθετο κλητός που παράγεται από το ρήμα καλώ. Η λέξη έκκλητος είναι νομικός όρος και σημαίνει την απόφαση εναντίον της οποίας μπορεί να ασκήσει κάποιος έφεση. Η έκκλητος απόφαση, απόφαση εναντίον της οποίας μπορεί να ασκηθεί έφεση. Το αντίθετο είναι ανέκκλητος ή αμετάκλητος, που δεν μπορεί να αλλάξει, να ασκηθεί έφεση.
Ως Εκκλησιαστικός όρος χρησιμοποιείται στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη για να περιγράψει την δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά απόφασης εκκλησιαστικού δικαστηρίου ή την υπαγωγή μιας υπόθεσης απευθείας σε ανώτερο εκκλησιαστικό όργανο απονομής της δικαιοσύνης από αυτό που θα δίκαζε κανονικά έναν κληρικό.
Γενικά η αρμοδιότητα στην Εκκλησιαστική δικαιοσύνη συνδέεται με το δίκαιο των χειροτονιών. Αυτός που χειροτονεί αυτός και κρίνει. Οπότε ο κληρικός, επίσκοπος, ιερέας, μοναχός κτλ, που ανήκει πχ στην Εκκλησία της Ελλάδος θα κριθεί σε πρώτο βαθμό από τον οικείο επίσκοπο και σε τελευταίο από την Ιερά Σύνοδο. Δεν μπορεί να ασκήσει έφεση και να ζητήσει να δικαστεί από άλλο όργανο ή από άλλη Εκκλησία. Αυτό ίσχυε πάντοτε, την περίοδο του Μητροπολιτικού συστήματος οργάνωσης της Εκκλησίας που ίσχυσε μέχρι την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο, την περίοδο του θεσμού της Πενταρχίας μετά την Δ΄ οικουμενική Σύνοδο και μετά, καθώς και την τελευταία ιστορική περίοδο με την δημιουργία των αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Μόνο Οικουμενική Σύνοδος μπορούσε να κρίνει σε τελευταίο βαθμό.
Τις τελευταίες όμως δεκαετίες το Οικουμενικό Πατριαρχείο επικαλείται μια καινοφανή ερμηνεία της έννοιας του εκκλήτου, η οποία του δίνει το δικαίωμα να είναι παγκόσμιος κριτής της Ορθοδοξίας. Δηλαδή το Φανάρι ερμηνεύει το έκκλητο ως το δικαίωμα του κάθε κληρικού να ασκεί έφεση, ώστε η υπόθεσή του να κριθεί σε τελευταίο βαθμό οριστικά και αμετάκλητα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Πού το στηρίζει αυτό ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης; Στην Δ’ οικουμενική σύνοδο που του 451 μ.Χ. στην Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας για την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού, στην οποία θεσμοθετήθηκαν δύο κανόνες για του οποίους χύθηκε πολύ εκκλησιαστικό μελάνι. Πρόκειται για τον 8ο και τον 17ο κανόνα της Συνόδου.
Μια πρώτη διαπίστωση από την ανάγνωση των κανόνων είναι ότι αφορούν περιπτώσεις κληρικών κανονικών και όχι σχισματικών Εκκλησιών που έχουν διαφορές με τους επισκόπους τους. Δεν αφορούν ολόκληρες Εκκλησίες και μάλιστα σχισματικές. Παρά ταύτα με αυτόν τον κανόνα, μεταξύ άλλων, δικαιολογήθηκε η εισπήδηση στα εδάφη του Πατριαρχείου Μόσχας και η χορήγηση της αυτοκεφαλίας στην ούτω καλουμένη (για να χρησιμοποιήσουμε το Πατριαρχικό λεξιλόγιο) αυτοκέφαλη “Εκκλησία” της Ουκρανίας.
Έπειτα, σύμφωνα με τον έγκριτο καθηγητή Φειδά, προ της μεταμόρφωσής του σε απολογητή του Φαναρίου, με τον τίτλο έξαρχος οι κανόνες θ’ και ιζ΄ αναφέρονται μόνο σε εκείνες τις εκκλησιαστικές διοικήσεις, στις οποίες ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης είχε αποκτήσει κατά έθος εξαιρετική εξουσία στο δίκαιο των χειροτονιών… διότι το δικαίωμα κρίσεως ήταν απόρροια του δικαιώματος χειροτονίας των επισκόπων κάποιας εκκλησιαστικής διοίκησης…. Στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης αναγνωρίσθηκε εξαιρετική εξουσία όχι επί πάντων των επισκόπων των διοικήσεων της Ανατολής (Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας), αλλά μόνο επί των υποκειμένων σε αυτό, τους οποίους λόγω εκκλησιαστικού εθίμου χειροτονούσε, δηλαδή των επισκόπων των διοικήσεων Ασίας, Πόντου και Θράκης.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία εν Αμερική
Αφού εξηγήσαμε τι είναι το έκκλητο, είναι σημαντικό να δούμε ποια είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία εν Αμερική, στην οποία ανήκουν οι τρεις καθαιρεθέντες ιερείς και ποια η σχέση της με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εν Αμερική (OCA) προέκυψε από την μητρόπολη Αλάσκας του Πατριαρχείου Μόσχας, όταν ακόμα η Αλάσκα ανήκε στην Ρωσική Αυτοκρατορία. Ως γνωστόν η Ρωσία πούλησε την Αλάσκα στην Αμερική το 1867. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την αλλαγή του καθεστώτος στην Ρωσία, από την Εκκλησία αυτή προέκυψε η Ρωσική Ορθόδοξη Ελληνική Καθολική Εκκλησία της Αμερικής (ROGCCA), η οποία ανεξαρτητοποιήθηκε από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Τελικά το 1970 το Πατριαρχείο Μόσχας παραχώρησε αυτοκεφαλία στην ROGCCA, η οποία μετονομάστηκε σε Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική και η οποία δεν έγινε δεκτή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από τις περισσότερες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Αυτής της μη αναγνωρισμένης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησίας είναι κληρικοί οι ασκήσαντες την έκκλητο προσφυγή. Άρα το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχθηκε να δικάσει επί της ουσίας κληρικούς σχισματικής κατ’ αυτό εκκλησίας. Για αυτό και στο ανακοινωθέν χρησιμοποιείται η φράση “της ούτω καλουμένης”.
Το απαράβατο χρέος αποδοχής της εκκλήτου προσφυγής
Τέλος ερχόμαστε στην ουσία της υπόθεσης που συμπυκνώνεται στην χρήση της φράσης εξ απαραβάτου χρέους.
Ποιό είναι και σε τι συνίσταται αυτό το απαράβατο χρέος του οικουμενικού Πατριάρχη να δικάσει ιερείς εκκλησίας την οποία δεν αναγνωρίζει; Φυσικά συνίσταται σε αυτό που υπαινιχθήκαμε προηγουμένως εξηγώντας την έννοια του εκκλήτου. Το δήθεν απαράβατο χρέος είναι η επιθυμία του Φαναρίου και του Βαρθολομαίου εν προκειμένω, μέσω του εκκλήτου να εξακτινώσει την δικαιοδοσία του στα πέρατα της Οικουμένης και να γίνει ένας Ορθόδοξος Πάπας, ένας απόλυτος πρώτος άνευ ίσων, ένας υπερπατριάρχης των πέντε ηπείρων, ο οποίος μπορεί να παρεμβαίνει και να δικάζει υποθέσεις και της τελευταίας ενορίας σε όλη την υφήλιο είτε αυτή ανήκει σε κανονική είτε σε σχισματική Εκκλησία.
Το ότι δεν δικαιώθηκαν οι τρεις προσφεύγοντες είναι άνευ σημασίας. Σε άλλη πρόσφατη περίπτωση η έκκλητη προσφυγή πέντε ιερέων της Μητρόπολης Λιθουανίας, που ανήκει στο Πατριαρχείο Μόσχας, έγινε δεκτή και αποτέλεσε την αφορμή για την δημιουργία Εξαρχίας στην Βαλτική χώρα.
Δύσκολα θα γίνει πιστευτό ότι οι Λιθουανοί ιερείς ήταν άσπιλοι και αμόλυντοι, ενώ οι Αμερικανοί ιερείς της OCA καθάρματα της κοινωνίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απώλεσε την έξωθεν καλή μαρτυρία του ήδη από τον άδικο αφορισμό του αγιασμένου αγωνιστή και ομολογητή θεολόγου κυρού Νικολάου Σωτηρόπουλου.
Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει έναν Απόλυτο Πρώτο επί γης αλλά έχει ως αρχηγό και κεφαλή της τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. Το πολίτευμα της Εκκλησίας στηρίζεται στην ισοτιμία των Εκκλησιών, στην ισοτιμία των Επισκόπων και έχει ως έσχατο κριτή την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Αν όλες οι εξουσίες και τα δικαιώματα συγκεντρωθούν σε ένα πρόσωπο, εν προκειμένω στον Οικουμενικό Πατριάρχη, η πορεία προς την άβυσσο είναι προδιαγεγραμμένη. Μη γένοιτο..