Η απελευθέρωση της Θράκης
Η τουρκική κυριαρχία στην ελληνική Θράκη κράτησε 550 χρόνια (1361-1912) και διακόπηκε μόνο για ένα χρόνο το 1878 οπότε τα νικηφόρα ρωσικά στρατεύματα έφτασαν μέχρι τις ακτές του Αιγαίου και επέβαλαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Με τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο (1912) αντικαταστάθηκε η κυριαρχία αυτή από την Βουλγαρική.
Ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος που ακολούθησε (1913) έφερε την ταπεινωτική ήττα στην αλαζονική Βουλγαρία και προκάλεσε την πρώτη παρουσία του ελληνικού απελευθερωτικού στρατού ο οποίος κατέλαβε μέγα μέρος της Θράκης. Ενώ οι βουλγαρικές αρχές στις 13 Ιουλίου 1913 εγκατέλειπαν τον τόπο το αντιτορπιλικό «Ιέραξ» κατέπλεε στην Αλεξανδρούπολη (Δεδέαγατς) και αγήματα πεζοναυτών αποβιβάζονταν στην πόλη για να προωθηθούν μέχρι τις Φέρες και το Σουφλί, όπου είχε φτάσει προηγουμένως ο Τουρκικός στρατός. Την ίδια μέρα τα ναυτικά αγήματα κατελάμβαναν τη Μάκρη, τη Μαρώνεια και το Πόρτο Λάγος ενώ ο πεζικός στρατός απελευθέρωνε την Ξάνθη και μια μέρα αργότερα την Κομοτηνή. Οι Έλληνες της Κομοτηνής και των περιχώρων επεφύλαξαν ιδιαίτερα συγκινητική υποδοχή στα πρωτοπόρα τμήματα της 8ης Μεραρχίας που εισέρχονταν στην πόλη τους. Ενθουσιασμός και συγκίνηση μεγάλη επικράτησε όταν στο Διοικητήριο της πόλης (σημερινά δικαστήρια) φάνηκε να κυματίζει για πρώτη φορά μετά από πεντέμισι αιώνες σκλαβιάς η ελληνική σημαία, την οποία είχαν φιλοτεχνήσει κατά την προηγούμενη νύχτα οι Ελληνίδες της πόλης. Το ιστορικό αυτό σύμβολο παραδόθηκε σαν δωρεά στο Δήμο Κομοτηνής κατά την οριστική απελευθέρωση της πόλης 14 Μαΐου 1920.
Η συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου (11-8-1913) παραχώρησε τη Θράκη στη Βουλγαρική κυριαρχία οπότε τα ελληνικά στρατεύματα διατάχτηκαν να αποχωρήσουν. Εξαιρέθηκε μικρή έκταση γύρω από τη Σταυρούπολη.
Ο φόβος από την επάνοδο των Βουλγάρων και η κακή πείρα από την προηγούμενη διαγωγή τους ανάγκασαν τον περισσότερο ελληνικό πληθυσμό της Θράκης να καταφύγει σε περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας. Με τραίνα, με πλοία και με κάρα χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους για να αποφύγουν τα επερχόμενα δεινά. Μεταξύ 20 και 23 Αυγούστου 1913 μόνο από τον σιδηροδρομικό σταθμό Τοξοτών πέρασαν 25.000 άτομα προς Μακεδονία. Οι Έλληνες της Αλεξανδρούπολης, της Μάκρης και της Μαρώνειας επιβιβάστηκαν σε πλοία και απέπλευσαν προς τη Θάσο, την Καβάλα και το Βόλο ενώ οι κάτοικοι του Ιάσμου πήγαν στο Κιλκίς, στο Δοξάτο Δράμας, στην Ελευθερούπολη και τη Χρυσούπολη.
Το ναυτικό άγημα της Αλεξανδρούπολης αποχώρησε από την πόλη στις 14 Σεπτεμβρίου 1913. Με δάκρυα στα μάτια οι λίγοι Έλληνες της πόλης παρακολούθησαν την υποστολή της σημαίας. Ο πλωτάρχης Κ. Μελάς συγκινημένος είπε στους παρευρισκομένους: «Μην κλαίτε, η κατοχή μας ήταν ο αρραβώνας της Θράκης με τη μητέρα Ελλάδα. Οι γάμοι δεν θα αργήσουν». Πράγματι εφτά χρόνια μετά στις 14 Μαΐου 1920 η κυρία Φιμερέλλη που ήταν παρούσα στην υποστολή της σημαίας τηλεγραφούσε στον Κ. Μελά: «Σήμερα τελούμε τους γάμους της ένωσης με την μητέρα Ελλάδα».
Την περίοδο αυτή της πολιτικής και διοικητικής σύγχυσης, με την υποκίνηση της Οθωμανικής κυβέρνησης εκδηλώθηκε αυτονομιστικό κίνημα με κέντρο την Κομοτηνή. Οι αυτονομιστές σχημάτισαν άτακτες ομάδες και προσπάθησαν να επιβάλουν τον έλεγχό τους στον τόπο. Κινήθηκαν προς την Αλεξανδρούπολη και ανέλαβαν την διοίκηση της πόλης μετά την αποχώρηση του ελληνικού ναυτικού αγήματος (14-9-1913).
Η κατάσταση αυτονομίας δεν κράτησε για πολύ.
Μετά τη συνθήκη Βουκουρεστίου και την άρνηση της Οθωμανικής κυβέρνησης να συνεχίσει την στήριξη του κινήματος και αφού η βουλγαρική κυριαρχία επέστρεψε επίσημα τον Οκτώβριο του 1913 οι αυτονομιστές αναγκάστηκαν να υποταχτούν στα νέα δεδομένα.
Για τους Έλληνες που είχαν παραμείνει στον τόπο άρχισε νέα περίοδος διωγμών και αναγκαστικής εξορίας. Μέχρι τον Οκτώβριο του 19144 δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστες ελληνικές οικογένειες στη Θράκη, ενώ η Μάκρη, οι Φέρες, ο Ίασμος, η Μαρώνεια και η Κίρκη ερημώθηκαν ολοκληρωτικά και έμειναν εντελώς ακατοίκητες.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-18) η Τουρκία και η Βουλγαρία τάχτηκαν με το μέρος των κεντρικών δυνάμεων (Αυστροουγγαρία) ενώ η Ελλάδα εξαιτίας της διαφορετικής γνώμης του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού οδηγήθηκε στο διχασμό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σαν αρχηγός της κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και μετά από αρκετές προσπάθειες κατόρθωσε να επανενώσει τη διχασμένη χώρα και να την εντάξει στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία).
Η επιλογή αυτή επέβαλε τη συμμετοχή ελληνικού στρατού στις επιχειρήσεις των συμμάχων στη Βαλκανική. Έτσι μετά από αρκετές μάχες η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να ζητήσει ανακωχή και συνθηκολόγησε την 30-9-1918. Μετά ένα μήνα το ίδιο έπραξε η Τουρκία αποδεχόμενη την άνευ όρων κατάπαυση των εχθροπραξιών. Την επόμενη της ανακωχής τα συμμαχικά στρατεύματα εισέβαλαν και κατέλαβαν τη Βουλγαρία ενώ ο ελληνικός στρατός προχώρησε και κατέλαβε την ανατολική Μακεδονία μέχρι το Νέστο.
Κατά μήκος του Έβρου προχώρησαν γαλλικές και βρετανικές δυνάμεις και επέβαλαν διασυμμαχικό έλεγχο στην μεταξύ Έβρου και Νέστου χώρα.
Η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας (11-11-1918) σήμανε το τέλος του μεγάλου πολέμου και το συνέδριο της ειρήνης που συγκλήθηκε στο Παρίσι (18-1-1919) ανέλαβε να ρυθμίσει οριστικά τα σύνορα των κρατών στην Ευρώπη και την τύχη των λαών της.
Οι πέντε μεγάλες δυνάμεις εκείνης της εποχής (Αμερική, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) αποτέλεσαν το συμβούλιο που ήταν εξουσιοδοτημένο να πάρει τις μεγάλες αποφάσεις και να δώσει λύσεις σε μακρόχρονα και πολύπλοκα προβλήματα σχετικά με την ελευθερία, τα δικαιώματα και την ανεξαρτησία κρατών και λαών. Την Ελλάδα στη συνδιάσκεψη αυτή εκπροσώπησε ο πρωθυπουργός και δημιουργός της νέας Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος.
Από τις πέντε συνθήκες που υπογράφηκαν στη συνδιάσκεψη ειρήνης οι δύο συνδέονταν με τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Η συνθήκη του Νεϊγύ (24-11-1919) αφορούσε τη Βουλγαρία και τις όμορες μ’ αυτήν χώρες, και η συνθήκη των Σεβρών (10-8-1920) αφορούσε το μέλλον της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ρύθμιση των συνόρων των κρατών που δημιουργούνταν από την περιστολή των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Με τη συνθήκη του Νεϊγύ (αρθ. 48) η Βουλγαρία υποχρεώνεται να παραιτηθεί «υπέρ των νικητριών δυνάμεων» από όλα τα δικαιώματά της στη Δυτική Θράκη, και να αναγνωρίσει εκ των προτέρων τις αποφάσεις που θα πάρουν σχετικά οι νικήτριες δυνάμεις.
Τον Μάιο του 1919 η επιτροπή ελληνικών υποθέσεων στη συνδιάσκεψη ειρήνης προτείνει την παραχώρηση της Δυτ. Θράκης στην Ελλάδα, οι σύμμαχοι όμως δεν κατέληγαν σε συμφωνία.
Η επιτροπή αναγκάστηκε να συζητήσει το θέμα και να πάρει απόφαση μετά από επιστολή που έστειλε ο Έλληνας πρωθυπουργός τον Αύγουστο του 1919. Η απόφαση όριζε την άμεση κατάληψη της Δυτ. Θράκης από τα συμμαχικά στρατεύματα και την κατάργηση της βουλγαρικής κυριαρχίας. Η περιοχή Ξάνθης έπρεπε να καταληφθεί από τα ελληνικά στρατεύματα και το υπόλοιπο της Θράκης από τα συμμαχικά. Αρχές Οκτωβρίου 1919 η Βουλγαρία διατάχτηκε να εκκενώσει τη χώρα με όλο το διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό της.
Η εκκένωση περιοχής Ξάνθης άρχισε την 15η Οκτωβρίου και μετά τρεις μέρες (18-10-1919) καταλήφθηκε από την 9η Ελληνική Μεραρχία με διοικητή τον υποστράτηγο Λεοναρδόπουλο.
Το υπόλοιπο της Δυτ. Θράκης από το Πόρτο Λάγος μέχρι το Καραγάτς καταλήφθηκε μέχρι τις 20 Οκτωβρίου 1919 από τρία γαλλικά συντάγματα, ένα ιταλικό λόγο και μία βρετανική διμοιρία.
Ο Γάλλος αντιστράτηγος Σαρπύ ορίστηκε αντιπρόσωπος του αρχιστράτηγου, διοικητής της περιοχής με έδρα την Κομοτηνή (Γκιουμολτζίνα). Βοηθητικά όργανα του διοικητή ορίστηκαν:
α) Το πολιτικό και διοικητικό γραφείο που στελεχώθηκε από αξιωματικούς.
β) Το Ανώτερο Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελούσε την μικρή βουλή με δικαιοδοσία γνωμοδοτική και συγκροτούνταν από πρόσωπα με αναλογική σύνθεση ως προς την πληθυσμιακή και εθνολογική αντιπροσώπευση.
Η κατάσταση που δημιουργήθηκε θεωρήθηκε δυσμενής για την Ελλάδα επειδή οι Γάλλοι, οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι καλλιεργούσαν συγκαλυμμένα την αυτονόμηση της Θράκης. Την κρίσιμη αυτή περίοδο η δυσάρεστη εξέλιξη αποτράπηκε χάρη στις άοκνες προσπάθειες και τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις του Βενιζέλου προς την συνδιάσκεψη των συμμάχων. Στην προσπάθεια αυτή συνέβαλε ουσιαστικά ο Χαρίσιος Βαμβακάς ο οποίος υπήρξε έμπειρος και χαρισματικός διπλωμάτης και με επιδέξιους χειρισμούς κατόρθωσε να επηρεάσει ευνοϊκά την εξέλιξη των πραγμάτων. Η αρμονική συνεργασία, οι κοινοί στόχοι και ο ευγενής πατριωτισμός των δύο ανδρών έφεραν τους επιθυμητούς καρπούς.
Ο Χαρίσιος Βαμβακάς κατάγονταν από την Κοζάνη, υπήρξε βουλευτής στην Οθωμανική βουλή και ήταν εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Ελληνικής κυβέρνησης στην έδρα του διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων (Κομοτηνή).
Την περίοδο 1919-1920 εργάστηκε με αυτοθυσία και διορατικότητα. Κατόρθωσε να κερδίσει την φιλία και την εμπιστοσύνη του Γάλλου διοικητή Σαρπύ τον οποίο βοηθούσε και συμβούλευε σε όλα τα δύσκολα θέματα. Πέτυχε να δοθεί προτεραιότητα στο έργο της παλινόστησης των προσφύγων Ελλήνων και την απόδοση των περιουσιών τους. Ξαναλειτούργησαν τα σχολεία και οι εκκλησίες που είχαν ερημώσει και έμειναν κλειστά την περίοδο 1914-18. Υποστηρίχθηκαν οι οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες των πολιτών που συνέβαλαν στην πρόοδο και την ανάπτυξη του τόπου.
Με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά του ο Χαρίσιος Βαμβακάς πέτυχε να προσεταιριστεί την μουσουλμανική μειονότητα και χάρη σ’ αυτό κατορθώθηκε να εκλεγεί Έλληνας πρόεδρος στο Ανώτερο Συμβούλιο των αντιπροσώπων της Θράκης που αποτελούσε το βουλευτικό σώμα (4-4-1920). Το συμβούλιο αυτό αποτελούνταν από 5 Έλληνες, 5 Μουσουλμάνους, 2 Βουλγάρους, 1 Ισραηλίτη, 1 Αρμένιο και 1 Λεβαντινό. Κατά την ψηφοφορία ένας μουσουλμάνος ψήφισε λευκό και έτσι εκλέχτηκε πρόεδρος ο Εμμανουήλ Δουλάς από την περιοχή Ανδριανούπολης. Η εκλογή αυτή ήταν το ουσιαστικότερο βήμα για την επιτυχία των Ελληνικών επιδιώξεων. Στην κατεύθυνση αυτή βοήθησαν και διάφορες ενέργειες των μουσουλμάνων σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν η επιστολή που έστειλαν (31-12-1918) οι αντιπροσωπεύοντες την Θράκη 8 μουσουλμάνοι βουλευτές στην βουλγαρική βουλή προς τον Γάλλο Ύπατο Αρμοστή. Με την επιστολή ζητούσαν μεταξύ άλλων «Τα ελληνικά στρατεύματα να συμμετέχουν στην κατάληψη της Θράκης… δεδομένου ότι οι Έλληνες εδείχθησαν πάντοτε φιλελεύθεροι απέναντι ημών, διότι είναι έθνος με το οποίον δυνάμεθα άριστα να συνεννοηθώμεν και διότι θα ηδύναντο μετά των συμπατριωτών των να προστατεύσουν και ημάς». Η επιστολή αυτή ενίσχυσε πολύ τις θέσεις και τα αιτήματα της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη ειρήνης των Παρισίων.
Η διασυμμαχική διοίκηση της Θράκης διατηρήθηκε περίπου έξι μήνες, μέχρι τον Μάιο 1920.
Σύμφωνα με τη συνθήκη του Σαν Ρέμο οι συμμαχικές δυνάμεις στη Θράκη έπρεπε να αντικατασταθούν από ελληνικές δυνάμεις κατοχής. Η εκτέλεση της εντολής αυτής ανατέθηκε στη Στρατιά Θράκης που είχε διοικητή τον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακκάκη και αποτελούνταν από τρεις Μεραρχίες.
Την ορισμένη ημερομηνία (14-5-1920) η 9η Μεραρχία αναχώρησε σιδηροδρομικώς και το βράδυ της επόμενης μέρας βρίσκονταν στο Καραγάτς. Η Μεραρχία Σερρών πεζοπορώντας από τις νότιες παρυφές της Ροδόπης έφτασε την ίδια μέρα και στρατοπέδευσε στην Κομοτηνή. Η Μεραρχία Ξάνθης απέπλευσε από την Θεσσαλονίκη και έφτασε αυθημερόν στην Αλεξανδρούπολη. Οι διασυμμαχικές δυνάμεις παρέδωσαν κανονικά τη διοίκηση στα ελληνικά στρατεύματα και μέχρι τις 20 Μαΐου οι φρουρές είχαν τοποθετηθεί κατά μήκος του Έβρου και των βουλγαρικών συνόρων. Η προκήρυξη του στρατηγού διοικητή που κυκλοφόρησε σε τρεις γλώσσες τόνιζε: «Ο ελληνικός στρατός έρχεται στη Θράκη σαν ελευθερωτής, και ότι θα σεβαστεί και θα προστατέψει την ζωή, την τιμή, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την περιουσία και τα ήθη έθιμα των πολιτών».
Στους Έλληνες της Θράκης η χαρμόσυνη είδηση για τον ερχομό του ελληνικού στρατού είχε γίνει γνωστή πριν λίγες μέρες, οπότε άρχισαν οι ετοιμασίες υποδοχής των ελευθερωτών. Οι δόμοι της Κομοτηνής σημαιοστολίστηκαν και ο λαός βγήκε στους δρόμους να χαιρετίσει τους ελευθερωτές. Όταν το πρωί της 14ης Μαΐου φάνηκαν τα πρώτα τμήματα του ιππικού που έμπαιναν στην πόλη σε σχηματισμό παρέλασης, ενθουσιώδης ιαχές ακούγονταν παντού και η χαρά του λυτρωμού ζωγραφίζονταν στα πρόσωπα των ανθρώπων. Τα ατέλειωτα χρόνια της δουλοσύνης είχαν περάσει για πάντα. Η Κομοτηναίων πόλις μαζί με την ευλογημένη γη της Θράκης είχαν πέσει στην ήρεμη και αγαπημένη αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας.
Ο λοχίας του 1ου τάγματος της Μεραρχίας Σερρών Κων/νος Μαστορίδης από την Μεσορώπη Καβάλας έλαβε μέρος στην επιχείρηση και γράφει σχετικά στις σημειώσεις: «Την επαύριον 13η Μαΐου εγένετο το ξεκίνημα του 1ου τάγματος το οποίο διήλθε δια της πόλεως Ξάνθης με σαλπίσματα και τας επευφημίας των Ελλήνων… Περάσαμε την αμαξιτή οδό Ξάνθης - Κομοτηνής κάτωθι των χωριών Γιασίκιο (Ίασμος) και Γενίκιο και φθάσαμε έξωθι της πόλεως Κομοτηνής.
Το πρωί 14 Μαΐου 1920 παρετάχθημεν με την σειράν. Ο διοικητής του τάγματος ταγματάρχης Κυριμής Γεώργιος με το επιτελείο του πάνω στο άλογο προπορεύονταν. Ακολουθούσαν οι λόχοι πεζικού και ο λόχος των πολυβόλων και οι άλλοι λόχοι. Άπαντες οι επικεφαλείς των τμημάτων ήσαν ιππείς.
Περί ώραν 10ην πρωινήν εδόθη το σύνθημα της εκκίνησης προπορευομένων των σαλπίγγων. Οι στρατιώτες προχωρούσαν δια μέσου των Ελλήνων που ήσαν από την αρχήν των σπιτιών και καταστημάτων της σημαιοστολισμένης πόλεως και με ζητοκραυγάς υπεδέχοντο τους αδελφούς ελευθερωτάς.
Εις την πλατείαν οι δημοτικές αρχές και το πλήθος με τους μαθητάς και τας μαθητρίας Γυμνασίων και Δημοτικών σχολείων με επικεφαλής τους καθηγητάς και διδασκάλους, τις νεάνιδες με τοπικές ενδυμασίες με κάνιστρα στα χέρια έραινον με φοδοπέταλα το προελαύνον τάγμα. Ήτο κάτι το απερίγραπτα συγκινητικόν. Θα μου μείνει αλησμόνητος η ημέρα εκείνη. Την παρέλαση παρηκολούθη ο Μέραρχος Παμίκος Ζυμβρακάκης…
Την επαύριον 15ης Μαΐου έγινε η εκκίνησις του τάγματος δια να αποτελειώσει την εντολήν που είχε. Περάσαμε την πόλη τραγουδώντας και πήραμε τον δρόμο βαδίζοντες νοτιοανατολικώς και φθάσαμε τας εσπερινάς ώρας εις τον συνοικισμό Δεκελή Τας (Δίκελα) μεταξύ Μαρώνειας και Μάκρης όπου κατασκηνώσαμε και διανυκτερεύσαμε.
Την επαύριον 16ην Μαΐου διήλθαμε δια της κωμοπόλεως Μάκρης που είχαν στήσει αψίδες οι κάτοικοι με γιρλάντες από λουλούδια και μας ανέμενον να μας υποδεχτούν και εκείθεν βαδίσαμε προς την ωραίαν και ρυμοτομημένην πόλιν της Αλεξανδρουπόλεως. Αψίδες, γιρλάντες και νέα ροδοπέταλα στους ελευθερωτάς. Στην Αλεξανδρούπολη συναντήσαμε τμήματα των άλλων ταγμάτων του Συντάγματός μας άτινα σιδηροδρομικώς προχωρούσαν επανδρώνοντες σταθμούς – γέφυρες και φυλάκια μέχρι το Καραγάτς (Παλαιά Ορεστιάδα)…»
Η τυπική κατακύρωση της Θράκης στην κυριαρχία της Ελλάδας έγινε αργότερα με τη συνθήκη των Σεβρών (10-8-1920) η οποία όμως δεν αναγνωρίστηκε επίσημα από την Τουρκία. Στα πλαίσια της συνθήκης αυτής υπογράφηκε μεταξύ της Ελλάδας και των συμμάχων χωριστή συνθήκη με την οποία η Δυτική Θράκη παραχωρούνταν στην Ελλάδα. Η τελική κατακύρωση της Δυτ. Θράκης στην Ελληνική κυριαρχία έγινε με το πρωτόκολλο της Λωζάνης τον Ιούλιο του 1923.
Από τότε η γη της Θράκης είναι και παραμένει μέρος της Ελληνικής επικράτειας.