Ροή Ειδήσεων

Πανηγύρι Αγ. Ευγενίου Αρχιεπ. Αγχιάλου του Ιθακησίου στη Λευκάδα

 

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΓΧΙΑΛΟΥ ΤΟΥ ΙΘΑΚΗΣΙΟΥ

Ὁ Ἱερομάρτυρας Εὐγένιος γεννήθηκε τό 1752 στή βενετοκρατούμενη Ἰθάκη. Εἶχε τήν εὐλογία νά γεννηθεῖ μέσα σέ ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο πνευματικό περιβάλλον ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν ἱερέα Κωνσταντῖνο Καραβία – Τσεμπέρη καί τήν πρεσβυτέρα Μαργαρίτα, λαμβάνοντας τό ὄνομα Εὐστάθιος στόν παλαίφατο Ἱερό Ναό τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, στό ὕψωμα Κουνουβᾶτο τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Περαχώρι, ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τόν τόπο τῆς γέννησης τοῦ ἄλλου μαρτυρικοῦ γόνου τοῦ ἴδιου νησιοῦ, Ἁγίου Ραφαήλ τοῦ Ἰθακησίου.

Στό οἰκογενειακό του περιβάλλον ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Στή γενέτειρά του δέχθηκε τήν ἐγκύκλια μόρφωση καί ἀργότερα σπούδασε στό Μεσολόγγι, στήν Κεφαλληνία καί στήν περιώνυμη «Εὐαγγελική Σχολή» τῆς Σμύρνης. Ἑκεῖ ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Εὐγένιος καί χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος, μᾶλλον ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Σμύρνης καί μετέπειτα Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.

Θά διαπρέψει ὡς Διδάσκαλος τοῦ Γένους στό Αἰτωλικό, στήν Ἀδριανούπολη, στή Φιλιππούπολη, στήν Ἀγχίαλο, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη, κοντά στούς Φαναριῶτες Ἡγεμόνες τῆς Μολδαβίας καί τῆς Βλαχίας ὡς διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τους.

Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως τό 1808, ὅμως δέν κατόρθωσε νά μεταβεῖ στήν ἕδρα του ὕστερα ἀπό ραδιουργίες τῶν Τούρκων. Τό 1813 ἐπελέγη ἀπό τόν νέο Πατριάρχη Κύριλλο Στ΄ καί τήν περί αὐτόν Σύνοδο γιά τή Μητρόπολη Ἀγχιάλου (σημερινή Βουλγαρία).

Ὁ Ἱεράρχης Εὐγένιος ξεχώρισε γιά τή σωφροσύνη, τή μόρφωση καί γενικά γιά τά Θεοδώρητα χαρίσματά του· κυρίως, γιά τή γενναιότητα καί τήν ἑτοιμότητά του νά θυσιάσει πρόθυμα ὡς Καλός Ποιμένας καί τή ζωή του ἀκόμα γιά τά πνευματικά του παιδιά. Μιμητής τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μέ νηφάλια κρίση ἀντιμετώπιζε ὅσα συνέβαιναν στήν ἐπαρχία του· ἐργαζόταν γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου· ἔφερνε εἰς πέρας τό καθῆκον του. Δίδασκε συνεχῶς καί συμβούλευε τά πνευματικά του παιδιά. Λειτουργοῦσε ὡς πατέρας ἀληθινός, ἀνύστακτος ἡγέτης «τῶν φιλοχρίστων Ῥωμαίων», Νοιαζόταν γιά κάθε ἔργο εὐποιΐας, δείχνοντας ξεχωριστή μέριμνα γιά τήν ἵδρυση σχολείων «τῶν Φώτων καὶ τοῦ Εὐαγγελίου».

Ὅταν ἐξερράγη ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τόν Φεβρουάριο τοῦ 1821 στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, ὁ Εὐγένιος βρισκόταν στήν Ἀγχίαλο. Ἦταν καί ὁ ἴδιος ἀναμεμιγμένος στήν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα, μυημένος ἀπό καιρό στήν Φιλική Ἑταιρεία, ὅπως οἱ πλέον γρηγοροῦσες συνειδήσεις τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ. Τό ποίμνιό του ἀγωνιοῦσε, προσμένοντας τή βέβαιη τουρκική ἀντίδραση. Ὁ Εὐγένιος, ἄν καί μποροῦσε νά διαφύγει στήν ἀγγλοκρατούμενη Ἰθάκη ἤ στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα, παρέμεινε κοντά στό ποίμνιό του.

Τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου τοῦ 1821 συνελήφθη καί προσήχθη στό Διοικητήριο τῆς πόλης, ὅπου χλευάσθηκε, ἐξυβρίσθηκε καί προπηλακίσθηκε ἀτιμωτικά. Κατόπιν, τέθηκε πάνω σέ ἄλογο χωρίς ἐφίππιο (σέλα), κοιτάζοντας πρός τά πίσω καί μέ τά πόδια δεμένα κάτω ἀπό τήν κοιλιά τοῦ ζώου. Διαπομπευόμενος ἔτσι καί μέ τή συνοδεία ἐξαγριωμένων ἐνόπλων, στάλθηκε ἔτσι διά ξηρᾶς, στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του.

Μετά ἀπό πολυήμερο ταξίδι, ἔφτασε στήν Πόλη τό πρωΐ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ρίχτηκε ἀμέσως στή φυλακή τοῦ «Μποσταντζήμπαση», τήν πιό ἀπαίσια φυλακή τῆς Πόλης, τόπο σκληρῶν βασανιστηρίων, ὅπου συνάντησε νά κρατοῦνται τούς Μητροπολίτες Ἐφέσου Διονύσιο, Νικομηδείας Ἀθανάσιο, Δέρκων Γρηγόριο, Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεο, Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ καί Τυρνόβου Ἰωαννίκιο μαζί μέ λαϊκούς ἐκ τῶν προκρίτων τοῦ Γένους.

Μέ τά ἀλλεπάλληλα βασανιστήρια, στά ὁποῖα ὑποβλήθηκαν προκαλοῦνταν συνεχῶς ἀπό τούς Τούρκους δεσμοφύλακες νά ἀπαρνηθοῦν τήν Πίστη τους στόν Σωτήρα Χριστό καί νά προδώσουν τά τῆς Ἐπαναστάσεως. Τίποτε ὅμως δέν ἔκαμψε τό φρόνημά τους.

Πρώτιστος ὅλων σέ θάρρος καί καρτερικότητα, ἀναδεικνύεται ὁ ἱερώτατος Εὐγένιος, ὁ ὁποῖος ἀπευθύνει καί στούς ὑπόλοιπους φυλακισμένους, λόγους ἐνισχυτικούς μπροστά στό μαρτύριο πού ξανοίγεται μπροστά τους. Στήν ὥρα αὐτή τῆς δοκιμασίας ἐντείνεται ὅλων ἡ προσευχή.  Οἱ ἔγκλειστοι Ἀρχιερεῖς ἐξομολογοῦνται ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί ἑτοιμάζονται νά δεχθοῦν ὡς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου τό Δεσποτικό Σῶμα καί Αἷμα, λίγο πρίν καί αὐτοί προσφέρουν τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη θυσία αἱματηρή στόν ζῶντα Θεό.

Ὅπως γράφει ὁ ρήτορας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, «ὁ ἱερός Ἀγχιάλου, ζήλου θείου Πνεύματος πλησθείς, ἀνέκραξεν ἐκ τοῦ μέσου τῶν βασανιστηρίων:

«Ὦ δήμιοι, τί στοχάζεσθε; Μικρά δι’ ἡμᾶς εἶναι ταῦτα τά κολαστήρια. Κόψετέ μας τά μέλη, συντρίψατέ μας τά ὀστᾶ, καύσατέ μας τάς σάρκας, ἐπινοήσατε πᾶν εἶδος ἀνηκούστου τιμωρίας, ὅλα θέλομεν τά ὑποφέρῃ μετά χαρᾶς. Διά μίαν δράκα αἵματος κυκλοφοροῦντος εἰς τάς φλέβας μας, διά μίαν λεπτήν ἀέρος ἀναπνοήν, δέν πωλοῦμεν τήν εὐσέβειαν εἰς τήν μανίαν τῆς ἀσεβείας. Ἀρχιερεῖς εἴμεθα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Μαρτύρων, ποιμένες λαοῦ, διά τόν ὁποῖον ὡρκίσθημεν καί νά ἀποθάνωμεν, μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἀπέθανεν σήμερον ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Δέν φοβούμεθα τούς ἀγρίους τοῦ σώματος κολαστάς, ἀλλ’ ἀφορῶμεν πρός τόν δίκαιον τῶν ψυχῶν βραβευτήν. Δέν βλέπομεν τάς γηίνους καί τάς προσκαίρους βασάνους, ἀλλά μετροῦμεν τούς ἐν Οὐρανοῖς ἀμαράντους στεφάνους· δέν φρίττομεν τήν στιγμήν τοῦ θανάτου, ἀλλ’ ἀποσκοποῦμεν πρός τῆς μακαρίας ζωῆς τήν αἰωνιότητα. Μάθετε ἐξ ἡμῶν ποίαν δύναμιν ἔχει ἡ Πίστις τῶν Χριστιανῶν. Μάθετε ποῖον τό Ἔθνος, τό ὁποῖον θέλετε νά τρομάξητε διά τῶν βασάνων σας· μάθετε ὅτι οἱ Ἕλληνες γνωρίζουσι νά προτιμῶσι νά ἀποθνήσκουν μυριάκις παρά νά προδώσωσι τούς ἀδελφούς καί τήν πατροπαράδοτον αὐτῶν Πίστιν, ἥτις τούς κάμνει τροπαιούχους τοῦ κόσμου νικητάς, κληρονόμους τῆς αἰωνίου δόξης εἰς τά Παλάτια τοῦ Βασιλέως τῶν Οὐρανῶν».

Τήν ἑπομένη, Κυριακή τοῦ Πάσχα, 10 Ἀπριλίου 1821 καί ἀφοῦ προηγηθεῖ ὁ ἀπαγχονισμός τοῦ «Μεγαλομάρτυρα τοῦ Ἀγώνα» Πατριάρχη, Ἁγίου Γρηγορίου Ε’, θά ἔρθει τό μαρτυρικό τέλος τῶν τριῶν ἐκ τῶν Ἱερομαρτύρων: τοῦ Ἀγχιάλου Εὐγενίου, τοῦ Ἐφέσου Διονυσίου καί τοῦ Νικομηδείας Ἀθανασίου. Ὁδηγήθηκαν στήν ἀγχόνη καί οἱ τρεῖς μέ τήν ἀρχιερατική τους ἀμφίεση σέ τρία διαφορετικά σημεῖα τῆς Πόλης. Ἀκολούθησαν τρομακτικά ἔκτροπα στούς δρόμους τῆς Πόλης, στή Σμύρνη καί τή Μικρασία. Ἕνα ἀσυγκράτητο, ἐξαγριωμένο πλῆθος ὁπλισμένων Τούρκων καί γενιτσάρων ξεχύθηκε, σφάζοντας, λεηλατώντας.

Ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος μεταφέρθηκε στήν ἀνατολική ἀκτή τοῦ Κερατίου Κόλπου. Ἀτρόμητος καί ἀπτόητος, περιβλήθηκε τόν βρόγχο τῆς ἀγχόνης μέ ἡρωϊκή καρτερία. Τόν κρέμασαν στήν Κιγκλιδωτή Πύλη (Παρμάκ – Καπουσού) τοῦ Γαλατᾶ καί μέ τόν τρόπο αὐτό παρέθεσε τό πνεῦμα του «εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος», δίχως νά πάψει νά δοξάζει τόν Θεό.

Τό πάντιμο λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο γιά τρεῖς ὁλόκληρες μέρες. Ἔπειτα, τό ἔσυραν ἀτιμωτικά μέχρι τήν ἀκροθαλασσιά, καί τό ἐκσφενδόνισαν στή θάλασσα, ὅπως τοῦ Πατριάρχη. Παραμένει ἄγνωστο ἄν ἐνταφιάσθηκε καί ποῦ.

Ὅπως γράφει ὁ Ἰθακήσιος λόγιος Ἱπποκράτης Καραβίας, ὁ Εὐγένιος ἀναδείχθηκε «ἐγκαλλώπισμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σέμνωμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους, ἀγλάισμα τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος Ἰθάκης». Ὑπῆρξε «ἐν μέν τῇ ζωῇ ὁ σοφός διδάσκαλος, ὁ ἐνάρετος καί θεοπρεπής Ἱεράρχης, ὁ πιστός τηρητής τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀκραιφνής, ὁ ἁγνός καί ἔνθερμος πατριώτης, ἐν δέ τῷ θανάτῳ ἔλαβεν ἐπαξίως τόν ἔνδοξον τοῦ μαρτυρίου στέφανον».

Καί σύμφωνα μέ τόν ἄλλο Ἰθακήσιο βιογράφο του, Νικόλαο Καραβία – Γρίβα: «Ὁποῖος ἄρα ἔπαινος δέν χρεωστεῖται εἰς τόν ἀοίδιμον τοῦτον Ἀρχιερέα, τόν τύπον καί τό παράδειγμα τῆς ἀρετῆς, τόν διδάσκαλον καί μαθητήν τοῦ Εὐαγγελίου, τόν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀγωνισθέντα καί ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τήν ζωήν του θυσιάσαντα μέ ἄκραν γενναιότητα καί σταθερότητα! Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἄνερ μακάριε! Δέν ἀπέθανες, ὄχι, ἀλλά ζῇς, δοξασμένος καί στεφανωμένος μέ τόν ἀμάραντον στέφανον τῆς εὐκλείας. Εἶσαι τό ἀντικείμενον τοῦ θαυμασμοῦ ὅλων τῶν ζώντων. Εἴθε πολλοί νά μιμηθῶσι τό παράδειγμά σου, τήν ἀρετήν καί τόν βίον σου, διά νά άποκτήσωσιν ὄχι τήν ψευδῆ, ἀλλά τήν ἀληθῆ ἐκείνην δόξαν, τήν ἀγήρατον καί ἀθάνατον, τῆς ὁποίας ἠξιώθης!»

Δοξάζουμε, λοιπόν, τόν «ἐνδοξαζόμενον ἐν ταῖς μνείαις τῶν Ἁγίων Του» Κύριό μας γιά αὐτή τήν μεγάλη πνευματική δωρεά καί εὐχόμαστε ὅλους, κληρικούς καί λαϊκούς, νά μᾶς ἀξιώσει νά δίνουμε πάντοτε τό «μαρτύριον τῆς συνειδήσεως» καί, τελικά, τήν «καλήν ἀπολογίαν, τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ», ἀναδεικνύοντάς μας κοινωνούς τῆς Βασιλείας Του· συμπολίτες τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου καί πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ

Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Οὐρανίου λειμῶνος ὡς ἀρτίφυτον βλάστημα,

γόνον εὐκλεῆ τῆς Ἰθάκης, Ἀγχιάλου τε Πρόεδρον,

ἐν ὕμνοις ἑορτίοις καὶ ᾠδαῖς, Εὐγένιε, τιμῶμεν σε πιστοί·

τὸ τῆς πίστεως γὰρ δένδρον μαρτυρικῶς

ἐλίπανας δι’ αἱμάτων.

Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν·

δόξα τῷ ἀθλοθέτῃ σου˙

δόξα τῷ ἀπλανῆ σε ὁδηγὸν

δωρησαμένῳ ἡμῖν.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ΄. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες.

Ὡς τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς γνησιώτατος,

Σταυρὸν ἐπ’ ὤμων σου ᾖρας, Εὐγένιε,

τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ τῆς Ποίμνης προθύμως τυθεὶς,

ἀμαράντους στεφάνους ποθήσας ἡδύτατα

καὶ θανάτου τὸ κέντρον μηδόλως πτοούμενος·

 ὁ Ἀναστὰς γὰρ τοῦτο συνέτριψεν.

Μεγαλυνάρια

Βασάνους γενναίως ὑπενεγκών,

πολίτης ἐγένου Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν·

αὕτη γάρ σοι μόνη ἐπήρκει ὡς βραβεῖον,

Εὐγένιε τῷ ὄντι πανιερώτατε.

Γάννυται Ἰθάκη ἡ ἐπὶ γῆς

σὲ ἐνεγκαμένη καὶ σεμνύνονται ἐπὶ σοὶ,

Εὐγένιε πάτερ, τὰ τέκνα Ἀγχιάλου,

σὺν δήμοις Ἀσωμάτων ὑπερτιμῶντα σε.

Γένους Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν

καὶ ὁμογενῶν σου φύλαξ φάνηθι ἀγρυπνῶν,

Εὐγένιε θεῖε, ποιμὴν τῆς Ἀγχιάλου,

πολῖτα Βασιλείας τῆς παμποθήτου σοι.