Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και Ιερομάρτυρας
Γεννήθηκε στη Συρία. Στις επιστολές του αυτοαποκαλείται και Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ενώ κατά το μαρτύριο του ονομάζεται ως «τον Χριστόν έχων εν στέρνοις», προφανώς λόγω της αφοσίωσής του σ' Αυτόν που ήταν πάντα πιστός και κάθε νύκτα προσευχόταν. Κατά τον Συμεώνα τον μεταφραστή, συγγραφέα του 10ου αιώνα και άλλους μεταγενέστερους, ονομάσθηκε έτσι διότι αυτός ήταν πιθανώς το παιδί το οποίον έστησε εν μέσω των μαθητών του ο Ιησούς Χριστός:
«Εν εκείνη τη ώρα προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες: τις άρα μείζων εστίν εν τη Βασιλεία των ουρανών; Και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον, έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν: αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών. Όστις εστιν ο μείζων εν τη Βασιλεία τω ουρανών. Και ός εάν δέξητε παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεσθαι».
Ο χρόνος γέννησης και η εθνικότητα του Άγιου Ιγνατίου είναι ασαφή. Στο θρόνο της Αντιόχειας ο Ιγνάτιος ανέβηκε μεταξύ 68-70 μ.Χ. Ποίμανε σαν αποστολικός διδάσκαλος και στάθηκε φρουρός των ψυχών του ποιμνίου του. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, ο Ιγνάτιος διετέλεσε, μαζί με τον φίλο του Πολύκαρπο Σμύρνης, μαθητής του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, που αν και από πολλούς αμφισβητείται, σήμερα θεωρείται βέβαιο. Το περιβάλλον που γεννήθηκε και μορφώθηκε, ήταν Ελληνικό, όπως μαρτυρεί το αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των επιστολών του.
Όταν ο Τραϊανός διέταξε διωγμό κατά των Χριστιανών, θαρραλέα ο Ιγνάτιος, ενώ ο βασιλιάς περνούσε από την Αντιόχεια, παρουσιάστηκε μπροστά του και υπεράσπισε τα δίκαια της Εκκλησίας και την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Τότε ο Τραϊανός, διέταξε τη σύλληψη του Ιγνατίου και τη μεταφορά του στη Ρώμη. Οι χριστιανοί της Ρώμης σκόπευαν να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο, αλλά ο Ιγνάτιος, με φλογερή δίψα προς το μαρτύριο, έγραψε σ' αυτούς να αφήσουν να γίνει το θέλημα του Θεού. Έτσι, την 20η Δεκεμβρίου του έτους 107 μ.Χ., τον έριξαν στο αμφιθέατρο, όπου πεινασμένα θηρία τον κατασπάραξαν. Διασώθηκαν μόνο τα μεγαλύτερα από τα οστά του, που μεταφέρθηκαν και τάφηκαν με τιμές στην Αντιόχεια.
Αργότερα μετακομίσθηκαν στη Ρώμη (β’ ανακομιδή το 540 μ.Χ. και εναποτέθησαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Κλήμεντος). Έτσι, ο Ιγνάτιος έμεινε μέχρι τέλους πιστός στη διδαχή του Χριστού, και «ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἷον ἔχει» (Β' επιστολή Ιωάννου, 9). Εκείνος δηλαδή, που μένει στη διδαχή του Χριστού, αυτός και τον Πατέρα και τον Υιό έχει, διότι αυτός έγινε ναός του Θεού και επομένως φέρει μέσα του το Θεό.
Η σημαντικότητα των επιστολών του Ιγνατίου
Οι πληροφορίες για το βίο του Ιγνατίου που σήμερα διασώζονται είναι ελάχιστες και κατά βάση προέρχονται από τις επιστολές του. Η σημαντικότητα των επιστολών του όμως είναι σπουδαία διότι μέσα από την επιστολογραφία του, διακρίνουμε τη σαφή αποστολική διαδοχή από τον Προφήτη στον επίσκοπο, που από την προτεσταντική θεολογία αμφισβητείται, ώστε να εκφραστεί είτε το φαινόμενο της έκπτωτης εκκλησίας, είτε το φαινόμενο μιας εκκλησίας, χωρίς ιερατείο, καθώς καθαυτές τις ομολογίες ο Χριστός ουδέποτε παρέδωσε ιερατείο και σίγουρα οι απόστολοι ποτέ δεν έδωσαν το ιερατικό χρίσμα στους προφήτες μια ιερατική ομάδα, που αποτέλεσε διάδοχο των αποστόλων και πρόγονο των επισκόπων.
Η έννοια προφήτης στηρίχθηκε καθαυτούς σε διάφορα επιχειρήματα, πως αντιστοιχεί μόνο προς το χάρισμα. Ο Ιγνάτιος όμως, φορέας της αποστολικής διδαχής, μέσω των επιστολών, σαφώς επιβεβαιώνει το κύρος της αποστολικής διαδοχής μέσα από τις επιστολές του, μια διαδοχή, η οποία ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται προοδευτικά τόσο από την επιστολή Κλήμεντα Ρώμης, ο οποίος απαριθμεί ως επισκοπή το προφητικό αξίωμα, δηλαδή έχουμε μια πρώτη διαδοχή των όρων, αλλά και στον Ποιμένα του Ερμά, που παρατηρείται επίσης αντικατάσταση των όρων.
Οι επιστολές είναι επίσης σημαντικές, διότι συγκρινόμενες με άλλα αρχαιότερα πρωτοχριστιανικά συγγράμματα, μας δείχνουν περίπου το χρονικό σημείο, στο οποίο είχε εκκινήσει η μετάβαση από την ηγεσία των Αποστόλων και Προφητών, προς τους Επισκόπους, μια και λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, όπως εξάγεται από το πρωτοχριστιανικό Σύγγραμμα της Διδαχής των 12 Αποστόλων, λειτουργούσε ακόμα σε εκτεταμένη έκταση ο θεσμός των Προφητών, που ήταν και οι άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων.
Από τον Άγιο Ιγνάτιο διασώζονται 7 γνήσιες συνοπτικές επιστολές. Οι επιστολές αυτές διασώζονται σε δύο μορφές, μια συνοπτική και μια πιο μακροσκελή, που όμως αξιολογείται σήμερα πως είναι ψευδεπίγραφη, μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα. Πιθανότερος πλαστογράφος φέρεται ο Νεοαρειανός Ιουλιανός, υπεύθυνος και για πλαστογράφηση πολλών άλλων πρωτοχριστιανικών κειμένων. Οι πρώτες τέσσερις επιστολές παραδόθηκαν από τον ίδιο στη Σμύρνη κατά τη σύλληψή του στην Αντιόχεια, ενώ άλλες τρεις όταν έληξε ο διωγμός και βρισκόταν στην Τρωάδα. Από εκεί μεταφέρθηκε από το Δυρράχιο πιθανότατα, δια θαλάσσης, στο Βρινδήσιο, και από εκεί πεζός ως τη Ρώμη, όπου και μαρτύρησε.