Μπορεί οι χώρες να σχεδιάζουν πολιτικές ενίσχυσης της σωματικής δραστηριότητας, όμως μόνο το 40% λειτουργούν και το 28% δεν χρηματοδοτείται
Σχεδόν 500 εκατομμύρια άνθρωποι θα αναπτύξουν καρδιακές παθήσεις, παχυσαρκία, διαβήτη ή άλλες μη μεταδοτικές ασθένειες εξαιτίας της έλλειψης σωματικής άσκησης στη διάρκεια της δεκαετίας 2020-2030, επιβαρύνοντας τα συστήματα υγείας διεθνώς με επιπλέον 27 δις. δολ. ετησίως αν οι κυβερνήσεις δεν λάβουν τα μέτρα τους για να ενθαρρύνουν τη σωματική δραστηριότητα του πληθυσμού τους.
Αυτό επισημαίνει έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με τη σωματική δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία από 194 χώρες σχετικά με τα προγράμματα και τις συστάσεις των κυβερνήσεων για την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας του πληθυσμού σε όλες τις ηλικίες, αλλά και ανάλογα με την ικανότητα άσκησης του πληθυσμού.
Στόχος είναι η επιτάχυνση της εφαρμογής πολιτικών που θα αυξάνουν τα επίπεδα άσκησης του πληθυσμού με στόχο την πρόληψη ασθενειών και τη μείωση της επιβάρυνσης στα συστήματα υγείας που ήδη επιβαρύνονται από την μη μεταδιδόμενες ασθένειες.
Σύμφωνα με προδημοσίευση σχετικής μελέτης στο Lancet τα προαναφερόμενα 500 εκατ. περιστατικά χρονίων παθήσεων που μπορούν να αποφευχθούν θα έχουν άμεσο κόστος 520 δις. δολ. ως το 2030 αν δεν αλλάξει η συμπεριφορά μας απέναντι στην άσκηση. Το κόστος της έλλειψης σωματικής άσκησης διεθνώς μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 47,6 δις. δολ. ετησίως.
Και παρότι το 74% των καινούριων περιστατικών μη μεταδιδόμενων ασθενειών αναμένονται σε χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, οι υψηλού εισοδήματος χώρες θα επωμιστούν το 63% του κόστους των νοσημάτων αυτών. Το κόστος της διαχείρισης και θεραπείας των μη μεταδιδόμενων νοσημάτων διαφέρει τόσο πολύ, που παρότι η άνοια αφορά το 3% των νοσημάτων αυτών, απορροφά το 22% του κόστους τους. Ο διαβήτης και ο καρκίνος αφορά το 2% και το 1% των νοσημάτων που μπορούν να προληφθούν, αλλά απορροφούν το 9% και 15% των δαπανών, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ:
Κάτω από το 50% των χωρών έχουν διαμορφώσει κάποια εθνική πολιτική σωματικής άσκησης, όμως κάτω από το 40% των πολιτικών αυτών είναι λειτουργικό.
Μόνο το 30% των χωρών έχει καταρτίσει εθνικές οδηγίες για τη φυσική δραστηριότητα για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Σχεδόν όλες οι χώρες αναφέρουν ένα σύστημα παρακολούθησης της φυσικής δραστηριότητας σε ενήλικες, όμως το 75% των χωρών. παρακολουθεί τη σωματική δραστηριότητα των εφήβων και κάτω από το 30% διαθέτει πρόγραμμα φυσικής δραστηριότητας για παιδιά κάτω των 5 ετών.
Λίγο πάνω από το 40% των χωρών διαθέτουν πρότυπα για το σχεδιασμό δρόμων, ώστε να κάνουν το περπάτημα και το ποδήλατο ασφαλέστερα.
Και ενώ οι εθνικές πολιτικές για την αντιμετώπιση των χρονίων παθήσεων και της έλλειψης σωματικής δραστηριότητας έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, σήμερα, το 28% των προγραμμάτων δεν χρηματοδοτούνται ή δεν εφαρμόζονται.
Το αποτέλεσμα των παραπάνω περιορισμένων πολιτικών είναι η οικονομική επιβάρυνση που προκαλείται από τη σωματική αδράνεια, καθώς η έκθεση υπολογίζει πως το κόστος της θεραπείας των νέων περιστατικών μη μεταδιδόμενων ασθενειών θα φθάσει σχεδόν τα 300 δις. δολ. έως το 2030, επιβαρύνοντας τα συστήματα υγείας με περίπου 27 δις. δολάρια ετησίως, τη στιγμή που τα νοσήματα αυτά μπορούν να προληφθούν.
«Χρειαζόμαστε περισσότερες χώρες να ενισχύσουν τις πολιτικές αυτές και να υποστηρίξουν δραστηριότητες όπως το περπάτημα, η ποδηλασία, ο αθλητισμός και άλλες σωματικές δραστηριότητες. Τα οφέλη είναι τεράστια, όχι μόνο για τη σωματική και ψυχική υγεία των ατόμων, αλλά και για τις κοινωνίες, περιβάλλοντα και οικονομίες. Ελπίζουμε ότι οι χώρες και οι εταίροι θα χρησιμοποιήσουν αυτήν την έκθεση για να οικοδομήσουν πιο ενεργές, πιο υγιείς και δικαιότερες κοινωνίες για όλους», δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ Δρ Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγιέσους, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της έκθεσης.
Εντούτοις, η έκθεση έδειξε ότι μόνο λίγο πάνω από το 50% των χωρών ακολούθησαν μια εθνική εκστρατεία επικοινωνίας ή διοργάνωσαν εκδηλώσεις σωματικής δραστηριότητας μαζικής συμμετοχής τα τελευταία δύο χρόνια.
Η πανδημία COVID-19 όχι μόνο σταμάτησε αυτές τις πρωτοβουλίες, αλλά οδήγησε και σε διεύρυνση των ανισοτήτων στην πρόσβαση στην άσκηση σε πολλές κοινότητες.
Το Παγκόσμιο σχέδιο δράσης του ΠΟΥ για τη σωματική δραστηριότητα 2018-2030 με στόχο την ενίσχυση της σωματικής δραστηριότητας στις χώρες, είχε συμπεριλάβει 20 συστάσεις πολιτικής που αφορούσαν τη δημιουργία ασφαλέστερων δρόμων για βελτίωση των μεταφορικών μέσων, την δημιουργία περισσότερων προγραμμάτων για σωματική δραστηριότητα σε σημεία – κλειδιά, όπως σχολεία, δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και χώρους εργασίας.
Η σημερινή έκθεση αξιολογεί την πρόοδο της κάθε χώρας σε σχέση με αυτές τις συστάσεις και δείχνει ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα. Ένα κρίσιμο εύρημα στην έκθεση για τη σωματική δραστηριότητα είναι η ύπαρξη σημαντικών κενών στα παγκόσμια δεδομένα για την παρακολούθηση της εξέλιξης σημαντικών πολιτικών δράσεων, όπως η ύπαρξη δημόσιων ανοιχτών χώρων, η παροχή υποδομών για πεζοπορία και ποδηλασία, η εισαγωγή της φυσικής αγωγής στα σχολεία.
Η επικεφαλής της Μονάδας Φυσικής Δραστηριότητας του ΠΟΥ Φιόνα Μπουλ τόνισε ότι «λείπουν παγκόσμιοι εγκεκριμένοι δείκτες για τη μέτρηση της πρόσβασης σε πάρκα, ποδηλατοδρόμους, μονοπάτια πεζών – παρότι υπάρχουν δεδομένα σε ορισμένες χώρες. Συνεπώς, δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τις διαθέσιμες υποδομές που θα αυξήσουν τη φυσική δραστηριότητα, διεθνώς.
Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Έλλειψη δεικτών και στοιχείων οδηγούν σε απουσία παρακολούθησης και λογοδοσίας, και πολύ συχνά, σε καμία πολιτική και καμία επένδυση. Ό,τι μετριέται, υλοποιείται και επιτρέπει την παρακολούθηση των εθνικών δράσεων για τη σωματική δραστηριότητα».
Η έκθεση καλεί τις χώρες να δώσουν προτεραιότητα στη σωματική δραστηριότητα για τη βελτίωση της υγείας και την αντιμετώπιση των μη μεταδιδόμενων νόσων, να ενσωματώσουν τη σωματική δραστηριότητα σε όλες τις σχετικές πολιτικές και να ενισχύσουν τα μέσα για την εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών, με στόχο την μείωση της σωματικής αδράνειας κατά 15% ως το 2030.