13 Δεκεμβρίου - Μάρτυς Λουκία
Η Αγία Λουκία καταγόταν από τις Συρακούσες της Σικελίας και μαρτύρησε κατά το έτος 304 μ.Χ. όταν ηγεμόνας της Σικελίας ήταν ο Πασχάσιος και αυτοκράτωρ της Ρώμης ο Διοκλητιανός.
Υπήρξε παρθένος, μνηστευμένη με κάποιον ειδωλολάτρη.
Η μητέρα της Ευτυχία υπέφερε από χρόνια αιμορραγία και έτσι αναγκάσθηκε μαζί της να καταφύγει στην Κατάνη στον ναό της θαυματουργού Αγίας Αγάθης για να θεραπευθεί η Ευτυχία.
Εκεί οραματίσθηκε καθ' ύπνους την Αγία Αγάθη η οποία την βεβαίωσε ότι η μητέρα της θα θεραπευθεί και ότι η ιδία θα τύχει μαρτυρικού τέλους.
Αφού αποκαταστάθηκε η υγεία της μητέρας της, η Αγία Λουκία διαμοίρασε την περιουσία της στους πτωχούς και ανέμενε προσευχόμενη το τέλος της κατά τους λόγους της Αγίας Αγάθης.
Η εμμονή της στην πατρώα πίστη και η εν γένει στάση της ήταν η αιτία που κινήθηκε ο μνηστήρας της εναντίον της.
Δεν δίστασε μάλιστα να την καταγγείλει στον ηγεμόνα Πασχάσιο ως χριστιανή.
Εκείνος μετά την ανάκριση που της έκανε, διέταξε να την κλείσουν σε πορνείο για να ατιμασθεί.
Και όμως θεία δύναμη την κράτησε αμετακίνητη στο σημείο που βρισκόταν παρόλο που στην αρχή την τραβούσαν οι στρατιώτες με ορμή και ύστερα την έδεσαν σε ζυγό που έσερναν πολλά ζευγάρια βόδια.
Οι στρατιώτες θυμωμένοι που δεν κατόρθωσαν τον σκοπό τους την άλειψαν με πίσσα, ρετσίνι και λάδι και της έβαλαν φωτιά για να καεί ζωντανή· και όμως, θεϊκή επέμβασή ήταν εκείνη που έσβησε την φωτιά.
Στην συνέχεια της έβγαλαν τα μάτια με ξιφίδιο και ένας στρατιώτης βύθισε το μαχαίρι του στον λαιμό της και την εγκατέλειψαν αιμόφυρτη.
Η Αγία ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων και εφοδιασμένη έτσι παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο αφού προηγουμένως προφήτευσε για το σύντομο τέλος της ειδωλολατρίας και την νίκη και επικράτηση του χριστιανισμού.