Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ουκρανίας
Συνήλθε, την Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022 στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Ονουφρίου σε τακτική της συνεδρία η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Με επίκληση του Τόμου Αυτοκεφαλίας που χορηγήθηκε στις 5 Ιουνίου 2022 από τον Πατριάρχη Σερβίας Πορφυρίου στην λεγόμενη «Μακεδονική» Ορθόδοξη Εκκλησίας – Ιερά Αρχιεπισκοπή Αχρίδας αποφασίσθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Στέφανος να ενταχθεί στα Δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με την από 27ης Μαΐου 2022 απόφαση της Συνόδου Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας αποφασίσθηκε να αποκατασταθεί η παρασκευή και ο καθαγιασμός του Αγίου Μύρου και συγκροτήθηκε επί τούτω σχετική Συνοδική Επιτροπή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου που αναρτήθηκε επισημαίνεται ότι «ιστορικά η έψηση Αγίου μύρου στην ιερά μητρόπολη Κιέβου άρχισε από τα ήμισυ του 15ου αι. και στη συνέχεια το Άγιο Μύρο παρασκευαζόταν ση Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Λόγω των επαναστατικών γεγονότων του 1917 έπαυσε αυτή η πρακτική στην Ουκρανία».
Επίσης εγκρίθηκε δήλωση σχετικά με την ένταση της πίεσης στην Εκκλησία της Ουκρανίας με τις συνεχιζόμενες αρπαγές των ναών και τις ειδικές έρευνες.
Στη δήλωσή της η Ιερά Σύνοδος για ακόμη μια φορά υπενθύμισε ότι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία καταδικάζει τον «πλήρους κλίμακος πόλεμο της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά της Ουκρανίας» και εξέφρασε τον βαθύ πόνο της εξαιτίας της απώλειας των ουκρανών στρατιωτών και φιλειρηνικών πολιτών.
Ακόμη η Ιερά Σύνοδος χαρακτήρισε «τεχνητές, ανυπόστατες και αδικαιολόγητες» τις κατηγορίες για «συνεργατισμό», τις οποίες εξαπολύουν σε βάρος της εκπρόσωποι της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας και ορισμένοι ακραίοι Ουκρανοί πολιτικοί:
«Εκείνοι οι επίσκοποι και ιερείς, οι οποίοι έμειναν στα κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας και εξακολουθούν να επιτελούν το ποιμαντικό τους έργο, δεν είναι συνεργάτες. Τουναντίον, μερικοί από αυτούς είναι πραγματικοί ήρωες του ουκρανικού λαού. Υπό τις βαριές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν συνεπεία του πολέμου, δεν εγκατέλειψαν το ποίμνιό τους. Διακινδυνεύοντας την υπόληψή τους οι κληρικοί της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας καταβάλλουν κάθε προσπάθεια, προκειμένου ο ουκρανικός μας λαός να επιζήσει εκεί, όπου ο πόλεμος κατέστρεψε κάθε ευκαιρία για την ανθρώπινη ζωή».
Σε άλλο σημείο η Ιερά Σύνοδος αποδοκίμασε την παράνομη επανακαταχώρηση των ενοριακών κοινοτήτων της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και τις βίαιες καταλήψεις των ναών, οι οποίες πραγματοποιούνται από οπαδούς της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Η Σύνοδος υπογράμμισε ακόμη ότι παρόμοιες καταλήψεις πολλές φορές «συνοδεύονται από βρισιές και διαπληκτισμούς», ενώ χαρακτήρισε «μεγάλη ντροπή» το γεγονός ότι οι καταλήψεις ναών ενίοτε γίνονται με την υποστήριξη των τοπικών Αρχών.
«Ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι επιτρέπουν στον εαυτό τους να προχωρούν σε προκλητικές δηλώσεις, που στοχεύουν κατά της Εκκλησίας μας. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι παρόμοιες ενέργειες διχάζουν την κοινωνία και υπό τις συνθήκες της ισχύος του στρατιωτικού νόμου συνιστούν ιδιαιτέρως βαρύ έγκλημα».
Επίσης εξέφρασε την ανησυχία εξαιτίας των αθρόων ερευνών, στις οποίες υπέβαλαν οι ουκρανικές ειδικές υπηρεσίες ιερές μονές και κληρικούς της.
Τονίστηκε, χαρακτηριστικά ότι σε βάρος κληρικών απαγγέλθηκαν «σοβαρές κατηγορίες».
Η Σύνοδος απαιτεί ώστε οι ενέργειες των οργάνων της τάξεως να είναι αντικειμενικές και η ανάκριση να είναι «μη προκατειλημμένη και να μην συνοδεύεται από ανυπόστατες κατηγορίες».
Τέλος η Ιερά Σύνοδος καλεί «να μην εξάψουμε τον πόλεμο, αλλά να ενωθούμε… Μόνον το κοινό μας έργο χωρίς τις εσωτερικές έχθρες μπορεί να τερματίσει την αιματοχυσία».