Η πατριωτική δημόσια ομιλία του Μητροπολίτη Πάφου που συγκλόνισε είναι εδώ. Η εκκλησιαστική προσωπικότητα που διασώζει την Κυπριακή Δημοκρατία είναι και το απόλυτο «φαβορί» για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο στην Μεγαλόνησο
Δήλωσα κι άλλες φορές ότι δεν έχω καμιάν ειδικότητα, ούτε και ιδιαίτερες σπουδές στην πολιτική. Η παρουσία μου σε συγκεντρώσεις που εκφράζουν αγωνία για το μέλλον του τόπου μας τονίζει, λόγω της θέσης και του σχήματός μου, και την ταυτόχρονη αγωνία της Εκκλησίας για το ίδιο θέμα και δηλώνει την πρόθεσή της να αγωνιστεί για τη σωτηρία του τόπου . Όσα θα πω, συνιστούν τις σκέψεις ενός μέσου σκεπτόμενου ανθρώπου και εκφράζουν τη θέλησή μου, που ταυτίζεται με τη δική σας, για αλλαγή της κατάστασης.
Βαριά η ατμόσφαιρα για όσους σκέπτονται υπεύθυνα γύρω από το εθνικό μας θέμα, το τελευταίο διάστημα. Δικοί μας και ξένοι πιέζουν τη δική μας πλευρά για επανέναρξη, έναντι οποιουδήποτε κόστους, των συνομιλιών για το Κυπριακό, επισείοντας τον κίνδυνο παγίωσης της σημερινής κατάστασης, ή δημιουργίας νέων τετελεσμένων αν συνεχιστεί η αδράνεια και η ακινησία γύρω από το θέμα.
Το πήγαινε-έλα απεσταλμένων, τόσο των Ηνωμένων Εθνών όσο και άλλων ενδιαφερομένων, οι κομματικοί διαξιφισμοί, η τάση κάποιων της αντιπολίτευσης να πλειοδοτούν σε παραχωρήσεις και να κατηγορούν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι δεν υποχωρεί κι άλλο, μαζί με την πλήρη εκτράχυνση της κατοχικής δύναμης και των οργάνων της στα κατεχόμενα, δημιουργούν μιαν αίσθηση επικείμενης συμφοράς.
Η εντύπωση ότι οι συνομιλίες, οι οποιεσδήποτε συνομιλίες, κι όταν αυτές απλώς γίνονται χωρίς καμιάν προοπτική επιτυχίας, αποτελούν ομπρέλα προστασίας από χειρότερες καταστάσεις, είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Δεν συνομιλούσαμε, μήπως, όταν ξεκίνησε η δεύτερη φάση της εισβολής; Ή όταν ανακηρύχθηκε το ψευδοκράτος; Ή όταν κατασκεύαζαν τον αγωγό που μεταφέρει νερό από την Τουρκία; Κι από την άλλη· σταμάτησαν καμιά φορά οι παραβιάσεις στον εναέριο χώρο μας ή στην ΑΟΖ μας με τις συνομιλίες; Δεν θέλω να πω πως δεν θα πρέπει να επιχειρηθεί διάσπαση του αδιεξόδου. Δεν είναι όμως πανάκεια οι συνομιλίες. Ούτε και θα πρέπει να επιδιωχθεί η επανέναρξή τους με κάθε θυσία. Και ακόμα δεν θα πρέπει να ξεχνούμε τόσο εύκολα τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται η Τουρκία και προωθεί τα σχέδιά της, ούτε και να μας διαφεύγει ο τελικός στόχος της.
Έχω τη γνώμη πως η διακοπή των συνομιλιών, που έγινε εξ υπαιτιότητος της Τουρκίας, – μόνο μερικοί δικοί μας δικαιολογούν την Τουρκία και αποδίδουν την ευθύνη στη δική μας πλευρά- θα’ πρεπε να μας οδηγήσει σε αποτίμησή της μέχρι τώρα πορείας μας και τη λήψη ορθής απόφασης για το μέλλον.
Το πρόβλημά μας είναι ξεκάθαρα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Η ίδια η Τουρκία το ξέρει πολύ καλά, γι’αυτό και επεζήτησε και κατάφερε να κερδίσει χρόνο ώστε να ξεχασθεί από τη διεθνή κοινότητά η υφή του προβλήματος και να επέλθει κόπωση στον λαό μας. Τελικά, κάτω από την πίεση των γεγονότων αλλά και τις υποσχέσεις των τρίτων ότι θα πίεζαν την Τουρκία για μια διευθέτηση, πέσαμε στην παγίδα της κατοχικής δύναμης. Κι ενώ είχαμε την ακράδαντη πεποίθηση πως μόνο με τη διεθνοποίηση του προβλήματός μας θα εξαναγκαζόταν η Τουρκία να συγκατανεύσει σε μιαν υποφερτή για μας λύση, αποδεχόμενοι εμείς τις διακοινοτικές συνομιλίες, ανατρέψαμε την πολιτική της διεθνοποίησης. Οι διακοινοτικές συνομιλίες, ως εκ της φύσεώς τους, περιορίζουν τη διαφορά στο επίπεδο των δύο κοινοτήτων- παρόλο που πίσω από τους Τουρκοκύπριους βρίσκεται η Τουρκία – και ανατρέπουν τον διακρατικό χαρακτήρα που έχει η διεθνοποίηση. Την Κύπρο δεν την κατέχει η άλλη κοινότητα του νησιού. Με τις διακοινοτικές συνομιλίες η Τουρκία εμφανίζεται αποστασιοποιημένη από το πρόβλημα. Δέχεται μάλιστα το εύσημα από τη διεθνή κοινότητα γιατί θέλει, δήθεν, και προωθεί διακαώς λύση.
Η εμπλοκή της πλευράς μας στις διαπραγματεύσεις που συνεχίζονται, έστω και με διαλείμματα, αλλά συνεχίζονται ό,τι και να συμβεί, είχε, κατά τη γνώμη μου, δύο κακά αποτελέσματα για μας: Πρώτα τη σταδιακή αποδοχή όλων των κατά καιρούς διεκδικήσεων των Τούρκων, χωρίς καμιά δική τους υποχώρηση. Αντίθετα κάθε αποδοχή, εκ μέρους μας, μιας διεκδίκησής τους, για να συνεχιστούν οι συνομιλίες και να αποφύγουμε τα χειρότερα, οδηγούσε σε προβολή νέων διεκδικήσεων. Από 1974 και εδώ, η Τουρκία μάς κερδίζει με το να μας φοβίζει, παρά με το να μας πολεμά. Και δεν είναι δύσκολο πια σε κανένα, να διακρίνει τον τελικό και αμετάθετο στόχο της : Την κατάκτηση και Τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
Έδωσε όμως, αυτή η άγονη, μακροχρόνια εμπλοκή μας στον διακοινοτικό διάλογο και το καλύτερο άλλοθι στους τρίτους, τα Ηνωμένα Έθνη, τις Μεγάλες Δυνάμεις τον διεθνή, γενικώς παράγοντα, για να δικαιολογήσουν την αδράνειά τους. Αφού τα πράγματα θα οδηγηθούν κάποτε σε κάποια λύση, αυτή είναι η εντύπωση από τις συνομιλίες, χωρίς να υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις, μέσω υποχωρήσεων της πλευράς εκείνης που δείχνει διατεθειμένη να “συμβιβαστεί”, γιατί αυτοί να πιέσουν ή να εμπλακούν;
Οι ισχυροί, οι Μεγάλες Δυνάμεις, δεν ενδιαφέρονται για την επικράτηση του δικαίου αλλά για την ισορροπία στην περιοχή. Θα επενέβαιναν αν θίγονταν τα δικά τους συμφέροντα. Γι’ αυτό κι όλοι κρατούν ίσες αποστάσεις από τον θύτη και το θύμα. Η διεθνής κοινότητα, όσες φορές αναφύεται ένα πρόβλημα προτρέπει: Συνομιλήστε ( Do not fight! Talk!) Η ειρήνη ανάγεται σε αυτοτελή αξία κεχωρισμένη του δικαίου. Εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν για την τελική λύση, δεν υπάρχει πρόβλημα για τους τρίτους.
Παρόλο που η ανθρωπότητα πίστεψε πως, μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα, το δίκαιο και η ελευθερία θα επικρατούσαν παντού, γι’αυτό και προνοήθηκαν όργανα και θεσμοί για επιτήρηση και επιβολή του δικαίου, της ειρήνης και της ελευθερίας, η πείρα μάς έπεισε ότι όλοι αυτοί οι θεσμοί έχουν φθαρεί. ΟΗΕ, Συμβούλιο Ασφαλείας, Διεθνή Δικαστήρια, Ευρωπαϊκή Ένωση, υπακούουν και λιβανίζουν τους ισχυρούς, παραβλέποντας τους αδύναμους και καταπατώντας το δίκαιό τους. Όταν νίπτει κανείς τας χείρας του σε μια σύγκρουση μεταξύ ισχυρού και αδυνάτου, δεν σημαίνει ότι μένει ουδέτερος. Σημαίνει ότι παίρνει το μέρος του ισχυρού.
Εγκαταλελειμμένοι, λοιπόν, στη μοναξιά μας, ίσως και εξ υπαιτιότητός μας, γιατί δεν διεκδικήσαμε το δίκαιό μας με τρόπο πειστικό, διαπιστώνουμε σήμερα, ύστερα από σαρανταπέντε χρόνια κατοχής, ότι όλες οι παραχωρήσεις μας εκλαμβάνονται από την Τουρκία ως αδυναμία, γι’αυτό και επανέρχεται κάθε φορά με νέες διεκδικήσεις. Και έτσι ο φαύλος κύκλος διεκδικήσεων- παραχωρήσεων διαιωνίζεται. Η πράξη έχει δείξει ότι, η Τουρκία θέλει τον διάλογο για να θέτει, μέσω των εδώ εγκάθετών της, νέες διεκδικήσεις. Προσπαθεί να δώσει προς τα έξω την εντύπωση ότι οι μονομερείς απαιτήσεις της, αποτελούν διμερείς διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων και ότι η επίλυσή τους απαιτεί διαπραγμάτευση· δηλ. απαιτεί την υποχώρησή μας για να αποφευχθεί η σύγκρουση.
Θα πρέπει όμως, να έχουμε μάθει από όσα μέχρι σήμερα πάθαμε, ότι καμιά υποχώρηση δεν αποτελεί ανασχετικό φραγμό για τον τελικό στόχο της Τουρκίας. Ούτε κι αν παραδώσουμε τώρα τον υποθαλάσσιο πλούτο μας θα πετύχουμε κάτι. Με τις συνεχείς υποχωρήσεις δεν μπορούμε να φτάσουμε σε λύση. Το είπε, πριν λίγες μέρες και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως απόσταγμα εμπειρίας πολυετούς.
Είναι λυπηρό, αλλά άξιο ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης, το ότι η φιλοπατρία του λαού μας, παρόλο ότι παρουσιάζει, κατά καιρούς, μεγαλειώδεις εξάρσεις, δεν εμπνέει την καθημερινότητά του. Ο πατριωτισμός σπανίως υπήρξε το σύνηθες δεδομένο ή το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του. Μάλλον η αμέλεια, η αδιαφορία, η ιδιοτέλεια και κυρίως ο διχασμός χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά μας. Οι Έλληνες αμελούν, καταχρώνται και μαλώνουν. Και αφυπνίζονται εκ των υστέρων, κάτω από τις δυσμενείς συνθήκες που παράγει αυτή η συμπεριφορά. Έτσι και σήμερα κάποιοι βλέπουν με ανοχή και κατανόηση τις Τουρκικές επιβουλές, κάποιες φορές τις συμμερίζονται, αμφισβητώντας τα δίκαια και παραβλέποντας τις ανησυχίες της δικής μας πλευράς.
Από το 1974 δεχτήκαμε και δεχόμαστε καθημερινά πολλές ταπεινώσεις. Κι όμως, πολλοί αντιμετωπίζουν την κατάσταση χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς την ελληνική περηφάνεια. Οι καθημερινές ανακοινώσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Κυπρίων που επισκέπτονται τα κατεχόμενα, τα ποσά που ξοδεύουν εκεί, οι αναχωρήσεις από το παράνομο αεροδρόμιο, οι φωνές για διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων, για να εξοικειωθούμε κι άλλο με την κατοχή, δίνουν μιαν αίσθηση της εθνικής αφασίας στην οποία ένα μεγάλο μέρος του λαού μας έχει περιέλθει.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι ανεξήγητο το ότι ο διεθνής παράγοντας, ο οποίος παρακολουθεί αυτή την κάμψη του ηθικού μας, πιέζει κι άλλο την πλευρά μας, αφού μάλιστα βρίσκει και σε μερίδα της ηγεσίας μας πρωτοπόρους στην άτακτη υποχώρηση. Κι η Τουρκία περισσότερο να αυξάνει τις προκλήσεις της. Αυτά, όλα όμως, θα πρέπει να μας αφυπνίσουν από τον λήθαργο. Οφείλουμε, εμείς τουλάχιστον που μέχρι σήμερα εξακολουθούμε να αγωνιούμε για το μέλλον του τόπου μας, να πρωτοστατήσουμε στη συνειδητοποίηση εκ μέρους όλου του λαού μας των θανάσιμων κινδύνων που διατρέχουμε και στη λήψη ανασχετικών μέτρων, με απώτερο στόχο την αλλαγή πλεύσης, την απαλλαγή από τον θανατηφόρο εναγκαλισμό με τις συνομιλίες που γίνονται, με τον τρόπο που γίνονται, εδώ και σαρανταπέντε χρόνια.
Το γεγονός ότι η Άγκυρα αμφισβητεί έμπρακτα- και το δείχνει καθημερινά,- τα δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου σε αέρα και θάλασσα και κάθε μέρα ανακοινώνει και νέες απαιτήσεις σε βάρος μας, επισείοντας ταυτόχρονα την απειλή του Casous belli, δεν μας συνετίζει, δυστυχώς. Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας δεν σημαίνει ότι αυτή είναι παντοδύναμη κα ότι εμείς, Ελλάδα και Κύπρος, δεν είμαστε σε θέση να υπερασπίσουμε τα δίκαιά μας. Η Τουρκία αντιμετωπίζει σήμερα πολλά προβλήματα, η δε επεκτατική, ιμπεριαλιστική πολιτική της στην Κύπρο, στη Συρία και εναντίον των Κούρδων τα εντείνει και τα επαυξάνει. Θα πρέπει η συνεκτίμηση όλων αυτών, να μας οδηγήσει σε συστράτευση όλων των δυνάμεων μας και στη χάραξη μιας αξιόπιστης, αποτρεπτικής και αποτελεσματικής πολιτικής.
Για τη λήψη σωστής απόφασης σε ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα, ζήτημα ζωής ή θανάτου για μας, χρειάζεται, ασφαλώς, ορθή διάγνωση. Θα φτάσουμε στην ορθή διάγνωση, εξετάζοντας με νηφαλιότητα τα γεγονότα δίπλα και γύρω μας. Και θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι όταν κηδεύουμε “γεγυμνωμένα” οστά, μισόν αιώνα, σχεδόν, μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση των ανθρώπων,- και άλλοι δεν θα κηδευτούν ποτέ – τότε η ανθρωπότητα έχει αποδομήσει αξίες και ιδανικά, την ίδια την ανθρωπιά της. Η βία εξακολουθεί να είναι ισχυρότερη από το δίκαιο· και τα συλλογικά όργανα ασφάλειας που διαθέτει η διεθνής κοινότητα διακρίνονται από ανεπάρκεια, βραδύτητα, έλλειψη δυνατότητας εκτέλεσης.
Στηρίξαμε, τις ελπίδες μας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και απογοητευόμαστε. Όταν αυτός περιορίζεται μόνο σε ευχές και σε υποδείξεις, πολλές φορές αντίθετες του δικαίου, τούτο αποτελεί στίγμα για την ανθρωπότητα αλλά και θλιβερό, αποκαρδιωτικό, σύμπτωμα, για το μέλλον του κόσμου.
Αυτή η διάγνωση θα πρέπει να μας προσγειώσει. Να μας οδηγήσει μακριά από ψευδαισθήσεις και απατηλές προσδοκίες. Στις δικές μας δυνάμεις και στο δίκαιό μας θα πρέπει κυρίως να στηριχτούμε. Θα πρέπει να θωρακιστούμε με τις αιώνιες αξίες της φυλής μας, να επιδιώξουμε σύμπτωση συμφερόντων με άλλες χώρες της περιοχής ή που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, να αποδεσμευτούμε από δεσμεύσεις που μας επεσώρευσαν οι διαδικασίες σαρανταπέντε ετών και που ισχύουν τελικώς, μόνο για μας και όχι για τους Τούρκους. Και ομονοούντες να συμφωνήσουμε στον στόχο.
Λύση που είναι αποτέλεσμα βίας και αδικίας δεν μπορεί να επιβιώσει. Ό,τιδήποτε κι αν δεχθούμε ως συμβιβασμό, κάτω από συνθήκες πανικού και έκδηλης αδυναμίας, θα το χάσουμε οριστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Οι πανικόβλητες υποχωρήσεις ποτέ δεν περιορίζουν τη θρασύτητα του εχθρού, αλλά αντίθετα την ενισχύουν.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγνωρίζει τελευταία, κι είναι προς τιμήν του αυτό, ότι η πορεία που ακολουθήσαμε μέχρι σήμερα δεν οδηγεί πουθενά. Έρχεται, μάλιστα, και σε λεκτική, τουλάχιστον, αντιπαράθεση με ανθρώπους και κόμματα με τους οποίους για χρόνια συνέπλευσαν στην επιδίωξη συγκεκριμένης λύσης. Έχω την εντύπωση όμως, πως η απαγκίστρωση από την επιδίωξη της ρατσιστικής, διαιρετικής λύσης της Δ.Δ.Ο, την οποία φαίνεται να εγκαταλείπει η Τουρκία χάριν άλλων πιο προχωρημένων της στόχων, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στην αποδοχή άλλης, χειρότερης λύσης, είτε λύσης δύο κρατών, είτε λύσης μιας συγκαλυμμένης συνομοσπονδίας, που κι αυτή, ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις, δεν θα αποτελεί τον τελικό στόχο της Τουρκίας. Λύση δύο κρατών, έστω και εντεταγμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενέχει θανάσιμους κινδύνους. Ποιος θα εμποδίσει τη ροή εκατομμυρίων Τούρκων στο Τουρκοκυπριακό κράτος; Και ποιος, ύστερα, θα τους εμποδίσει, αφού τους δώσουν και την υπηκοότητα και τους κάμουν Ευρωπαίους πολίτες, να περάσουν στο Ελληνοκυπριακό κράτος και να μας καταλάβουν με αυτόν τον τρόπο; Μα και η συνομοσπονδία κρύβει θανάσιμους κινδύνους για μας. Η Τουρκία θα ελέγχει και το δικό μας συνιστών κράτος. Νομίζω πως απηχώ και τις δικές σας απόψεις αν πω ότι εκείνο που δεν τολμήσαμε το 1983, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, και το 2004, με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, την απόσειση δηλ. όλων των μονομερών υποχωρήσεων και δεσμεύσεών μας, θα πρέπει να το τολμήσουμε τώρα.
Κι έχω την εντύπωση πως οι θέσεις που πρόβαλε πρόσφατα ο Πρόεδρος Παυλόπουλος, στο μνημόσυνο του ήρωα Κυριάκου Μάτση, θα πρέπει να μας καθοδηγούν.
Λέμε πως θέλουμε και πρέπει να επιδιώξουμε ένα κανονικό κράτος. Αυτό σημαίνει πως το κράτος πρέπει να έχει ευρωπαϊκά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Να λειτουργεί όπως και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Πρωτίστως να γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα όλων των πολιτών. Να μην έχει, το κράτος αυτό, εξαρτήσεις από τρίτους και να μην εξαρτάται η λειτουργία και το μέλλον του από άλλες χώρες. Αν θέλουμε αποκατάσταση της ενότητας της χώρας, αυτή δεν θα επιτευχθεί με ρυθμίσεις διαχωρισμού, με θετικές ψήφους της μιας ή της άλλης κοινότητας μακριά από τη θέληση της πλειοψηφίας, με εκ περιτροπής προεδρίες και άλλα. Κάτι τέτοιο θα διαιωνίζει τον διαχωρισμό κα θα γεννά συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Γι’αυτό και θα πρέπει να ενισχυθούν όλα τα ενοποιητικά στοιχεία μιας συμφωνίας και να απαλλαγούμε από τα όποια διαχωριστικά. Δεν είναι μόνο εμπόδια όσα ακόμα δεν συμφωνήσαμε, που είναι οπωσδήποτε σοβαρά, σοβαρότατα. Και με όσα δεχτήκαμε μέχρι τώρα, δεν μπορεί να λειτουργήσει το κράτος. Ας μην αυταπατώμαστε.
Διακηρύττουμε ότι θέλουμε μια συμφωνία που θα αντέξει στον χρόνο. Αυτό σημαίνει πως οι πρόνοιές της πρέπει να οδηγούν σε λειτουργική λύση. Αυτό πρέπει να διασφαλιστεί από την αρχή. Και απορούμε, γιατί αυτό να μην το αντιλαμβάνονται όλοι; Γιατί αν το αντιλαμβανόμασταν όλοι, δεν θα υπήρχαν οι καθημερινές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό μας μέτωπο. Ακόμα κι οι Τούρκοι αν θέλουν λύση, που να αντέξει στον χρόνο και να μην καταρρεύσει αμέσως-εδώ θα κριθεί και η ειλικρίνεια των προθέσεών τους – θα πρέπει να συναινέσουν στην απαλλαγή από τα βαρίδια, τις στρεβλώσεις και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Φυσικά σ’αυτή την προσπάθειά μας, και σε κάθε στάδιο, θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι ουδέποτε θα συναινέσουμε στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας που απεδείχθη η μοναδική προστασία μας μέχρι τώρα, αυτή που άντεξε και στη λαίλαπα της Τουρκοανταρσίας, και στον σεισμό της εισβολής, και στη θεομηνία της ανακήρυξης του ψευδοκράτους, και σε όλες τις λυσσώδεις προσπάθειες της Τουρκίας να την αποδείξει ως εκλιπούσαν. Αν συνειδητοποιήσουμε την κρισιμότητα της κατάστασης, κι αν καταλάβουμε ότι διακυβεύεται η εθνική αλλά και η φυσική επιβίωσή μας στη γη τούτη των πατέρων μας, εύκολα θα οδηγηθούμε στη συσπείρωσή μας γύρω από τον κοινό αυτό στόχο.
Στην ομιλία του, όταν παραλάμβανε το βραβείο Νόμπελ, ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, είχε πει ανάμεσα στ’ άλλα και τα εξής: ” Οι Έλληνες περάσαμε βάσανα πολλά. Στο διάβα των αιώνων πολλοί μηδίσανε, πολλοί κατάντησαν γραικύλοι, πολλοί εξισλαμίστηκαν και γίνηκαν γενίτσαροι, αρκετοί συνεργάστηκαν με τους Φράγκους, μπολιάστηκαν με τη νοοτροπία τους και αφομοιώθηκαν από αυτούς. Όμως πάντα υπήρχαν οι Έλληνες που διατηρούσαν τη συνέχεια και την παρέδιδαν στην επόμενη γενιά! Κι αυτοί οι Έλληνες,- τολμώ να πω ότι σ’αυτούς συγκαταλεγόμαστε κι εμείς όλοι, που βρισκόμαστε απόψε εδώ και που αγωνιούμε για το μέλλον της πατρίδας μας,-πρέπει να προγραμματιστούμε.
Ποτέ άλλοτε, ακόμα και χωρίς ανεξάρτητο κράτος, δεν κινδυνεύαμε όσο σήμερα. Στις σατανικές πλεκτάνες της Τουρκίας έρχονται να προστεθούν κι άλλα πολλά: Η δημογραφική κατάρρευση, η φυγή των νέων, η παραγωγική αποσάρθρωση, η πολιτισμική παρακμή, ο δεκασμός σε όλους τους τομείς της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής ζωής, η απειλή αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας και των ελεύθερων περιοχών, λόγω της ανεξέλεγκτης εισροής λαθρομεταναστών, που πιστεύω πως κι αυτοί στέλλονται με σχέδιο της Τουρκίας. Είναι καιρός, πιστεύω, να υπάρξει μια οργανωμένη καθολική αντίδραση σ’αυτό το θέμα. Δεν είμαστε ρατσιστές, ούτε ανάλγητοι στον πόνο των προσφύγων. Στην περίπτωση μας, όμως, δεν έχουμε ανθρωπιστικό πρόβλημα. Έχουμε εποικισμό των ελεύθερων περιοχών με Μουσουλμάνους που στέλλονται από την Τουρκία. Δεν έρχονται από τη Συρία ούτε από άλλη εμπόλεμη χώρα. Έρχονται μέσω Τουρκίας και κατεχομένων.
Να σας θυμίσω κάτι από την Αγία Γραφή: Όταν ο Φαραώ άρχισε να καταπιέζει τους Εβραίους στην Αίγυπτο, εδικαιολόγησε την πράξη του λέγοντας: “Εάν ποτέ συμβεί πόλεμος, προστεθήσονται ούτοι προς τους υπεναντίους”. Σε περίπτωση πολέμου, θα συμμαχήσουν με τους εχθρούς.
Το ίδιο κι αυτοί οι μουσουλμάνοι λαθρομετανάστες. Δεν μας απομυζούν μόνον οικονομικά με τα παχυλά βοηθήματα που τους προσφέρουμε, ούτε και ρίχνουν απλώς τα επίπεδα σπουδών στα σχολεία μας με την παρουσία τους, ούτε, κι ακόμα, βοηθούν μόνον στην αύξηση του εγκλήματος. Ο κίνδυνος είναι στην αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα και των ελεύθερων περιοχών και στη δημιουργία πέμπτης φάλαγγας μέσα στις τάξεις μας.
Είμαστε κολλημένοι στον τοίχο από την Ιστορία, χωρίς περιθώρια για νέα σφάλματα. Πρέπει να προγραμματιστούμε αποτελεσματικά.
Η εθνική αφύπνιση, που οδηγεί σε εθνική αυτογνωσία και ενότητα, είναι μονόδρομος αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Ελληνισμός στην Κύπρο. Η επιβίωσή μας μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της συνεχούς εγρήγορσης των φυσικών και ψυχικών μας δυνάμεων. Μόνο η αγωνία και η συνεχής μέριμνά μας για τη συνέχιση της ιστορικής διαδρομής μας και ο πόθος μας για εθνική προκοπή μπορούν να αποτελέσουν εγγύηση για το μέλλον μας. Η Ιστορία τιμωρεί σκληρά όσους θεωρούν εξασφαλισμένη την παρουσία τους σ’ αυτήν.
Αυτή η εγρήγορση θα πρέπει να μας οδηγήσει και στη λήψη κάποιων στοιχειωδών, τουλάχιστον, προστατευτικών μέτρων. Ένα κράτος που αυτοπεριορίζεται σε παθητική άμυνα, που εν μέσω πρωτόγνωρων εθνικών κινδύνων περιορίζει τον χρόνο της στρατιωτικής θητείας και εκμηδενίζει τις στρατιωτικές-αμυντικές δαπάνες του, είναι αδύνατο να πειθαναγκάσει έναν επιθετικό αντίπαλο σε παραίτηση από τους στόχους και τις επιδιώξεις του.
Είναι, ασφαλώς αναγκαίο και το ηθικό αγωνιστικό φρόνημα του λαού που πρέπει να σφυρηλατηθεί στις πνευματικές, ηθικές και πολιτιστικές μας αξίες, αλλά είναι απαραίτητη και μια αμυντική υποδομή στην οποία θα στηριχτεί αυτό το φρόνημα, για να καταστεί αποτελεσματικό και να μεγαλουργήσει.
Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι είναι εύκολη υπόθεση η αλλαγή πλεύσης την οποία προτείνουμε. Δεν έχουμε, όμως άλλη λύση. Όποιος υπόσχεται εύκολες νίκες και άμεσα αποτελέσματα εξαπατά τον λαό. Για να υπενθυμιστεί στη διεθνή κοινότητα, ένα γεγονός που αφέθηκε από το 1974 να ξεχασθεί, ότι δηλ. στην Κύπρο έγινε εισβολή ενός ξένου κράτους που εξακολουθεί να κατακρατεί με τη βία το 40% του εδάφους μιας άλλης χώρας εδώ και 45 χρόνια, χρειάζονται αγώνες. Οι εύκολοι και ακίνδυνοι τρόποι, όμως, δεν μπορούν να κάμψουν την Τουρκική αδιαλλαξία.
Σ’αυτούς που για να πείσουν, τάχα, την Τουρκία να επανέλθει στις συνομιλίες εξαγγέλουν νέες υποχωρήσεις, αξίζει να επισημάνουμε τα αυτονόητα. Ότι, δηλαδή, η δημοσιοποίηση προθέσεων υποχώρησης πριν αρχίσουν, ή ενώ διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, υπονομεύει τη διαπραγματευτική μας θέση.
Και σ’αυτούς που, όποτε παρουσιαστεί μια έξαρση των Τουρκικών διεκδικήσεων, μας προτρέπουν για ρεαλισμό, μια θα πρέπει να είναι η απάντηση : Όταν ο αγώνας είναι για τα υπέρτατα, για τη θρησκευτική και εθνική επιβίωση, για το μέλλον σου κα τα παιδιά σου, για την αξιοπρέπεια και την τιμή σου, ο ρεαλισμός τότε μόνο έχει τη θέση του, όταν χρειάζεται για να κερδίσεις χρόνο με την ελπίδα καλύτερων οιωνών στη διεξαγωγή αυτού του αγώνα. Όταν, όμως, ο ρεαλισμός οδηγεί- όπως συμβαίνει στην περίπτωση μας- προσωρινά μεν στην ψευδαίσθηση της επίτευξης κάποιας λύσης, αλλά στο μέλλον και με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή και στον θάνατο, τότε αυτό δεν είναι ρεαλισμός. Είναι αφροσύνη κα παραλογισμός.
Κι ας μη ξεχνούμε ότι και οι ξένοι, οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη, οι Εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνάγουν συμπεράσματα για την πολιτική τους έναντί μας όχι με κριτήριο την ετοιμότητα υποχωρήσεων και υποκλίσεών μας προς τον κατακτητή, αλλά με κριτήριο την αποφασιστικότητά μας για αγώνα και την ικανότητα για υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
Τελειώνω αναφέροντας επιγραμματικά ότι είναι μύθος να νομίζουμε ότι υποχωρώντας κι άλλο θα πείσουμε την Τουρκία να προχωρήσει σε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Η πραγματικότητα είναι ότι με τα συνεχή “δώσε” δεν φτάνεις σε λύση, πράγμα το οποίο ομολόγησε κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρόσφατα, ένας άνθρωπος που δεν είναι λυσοφοβικός και που πίστεψε πως με τη δική μας καλή θέληση ήταν δυνατό να φτάσουμε σε λύση. Μόνο ανασύνταξη δυνάμεων και επανατοποθέτηση του προβλήματός μας στις σωστές του διαστάσεις υπόσχονται έξοδο, έστω και με πολλές θυσίες, από το αδιέξοδο. Και το ξαναείπαμε κι άλλη φορά. Να΄μαστε έτοιμοι. Αν, μη γένοιτο, γονατίσει η Ηγεσία, την Ιστορία θα πρέπει να τη σηκώσουμε στους ώμους μας εμείς, ο λαός!