Άνοια: Η ανεπάρκεια αυτής της βιταμίνης αυξάνει τον κίνδυνο
Τα χαμηλά επίπεδα μιας πασίγνωστης βιταμίνης, γνωστής και ως «βιταμίνη του ήλιου» συσχετίζουν οι ερευνητές με τον κίνδυνο της άνοιας και του εγκεφαλικού επεισοδίου.
Μία από τις κύριες εκφυλιστικές καταστάσεις της τρίτης ηλικίας, η άνοια, ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπων ανά τον κόσμο, καθιστώντας τους ανήμπορους και εξαρτημένους από τη βοήθεια τρίτων για τις καθημερινές τους λειτουργίες.
Μέχρι πρότινος, η νόσος έμοιαζε με «κακό δαίμονα», που κανείς ευχόταν να μη συναντήσει στη ζωή του. Μία νέα έρευνα, όμως, έρχεται να δείξει ότι η εμφάνιση της άνοιας δεν είναι και τόσο τυχαίος παράγοντας.
Μπορούμε, επομένως, να προλάβουμε αυτή την εκφυλιστική ασθένεια, μένοντας μακριά από τα προβλήματα που προκαλεί;
Το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας «έτρεξε» μία γενετική μελέτη παγκόσμιου βεληνεκούς, η οποία δημοσιεύθηκε στο The American Journal of Clinical Nutrition, αναδεικνύοντας την άμεση σχέση που συνδέει την άνοια με την έλλειψη της βιταμίνης D στον οργανισμό. Η βιταμίνη D είναι γνωστή και ως βιταμίνη του ήλιου επειδή ο οργανισμός μας τη συνθέτει κατά κύριο λόγο χάρη στην έκθεσή μας στην ηλιακή ακτινοβολία.
Διερευνώντας τη σχέση μεταξύ της βιταμίνης D, των χαρακτηριστικών της νευροαπεικόνισης και του κινδύνου άνοιας και εγκεφαλικού επεισοδίου, η μελέτη διαπίστωσε τα εξής:
Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συσχετίστηκαν με μικρότερο όγκο εγκεφάλου και αυξημένο κίνδυνο άνοιας και εγκεφαλικού-
Γενετικές αναλύσεις υποστήριξαν μια αιτιολογική σχέση μεταξύ της ανεπάρκειας βιταμίνης D και της άνοιας-
Σε ορισμένους πληθυσμούς, έως και το 17% των περιπτώσεων άνοιας θα μπορούσε να έχει προληφθεί, αυξάνοντας τα φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D (50 nmol/L).
Τα ευρήματα της μελέτης προκαλούν αισιοδοξία, καθώς ενισχύουν τις πιθανότητες έγκαιρης αντιμετώπισης των παραγόντων που μπορεί να οδηγούν σε άνοια, ένα χρόνιο ή προοδευτικό σύνδρομο, που επιδεινώνει τη γνωστική λειτουργία του ατόμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι περισσότεροι από 55 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως υποφέρουν από άνοια, ενώ κάθε χρόνο 10 εκατομμύρια άνθρωποι διαγιγνώσκονται με τη συγκεκριμένη νόσο.
Αναλυτικότερα, η γενετική μελέτη ανέλυσε τα δεδομένα 294.514 συμμετεχόντων από τη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου, εξετάζοντας τον αντίκτυπο των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D (25 nmol/L) με τον κίνδυνο πρόκλησης άνοιας και εγκεφαλικού με τη χρήση της μεθόδου μη γραμμικής μενδελιανής τυχαιοποίησης.
Η καθηγήτρια Elina Hyppönen, κύρια ερευνήτρια και Διευθύντρια του Αυστραλιανού Κέντρου Υγείας του UniSA υποστηρίζει ότι τα ευρήματα είναι σημαντικά για την πρόληψη της άνοιας, ενώ υπογραμμίζουν την ανάγκη να εξαλειφθεί η ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Η δρ. Hyppönen δήλωσε συγκεκριμένα:
«Η βιταμίνη D είναι μια ορμόνη – προάγγελος, που συνδέεται όλο και περισσότερο με ευρέως διαδεδομένες επιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της υγείας του εγκεφάλου. Μέχρι τώρα, όμως, ήταν πολύ δύσκολο να εξεταστεί τι θα συνέβαινε αν μπορούσαμε να αποτρέψουμε την ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Η μελέτη μας είναι η πρώτη που εξετάζει την επίδραση των πολύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D στους κινδύνους άνοιας και εγκεφαλικού, χρησιμοποιώντας ισχυρές γενετικές αναλύσεις σε μεγάλο πληθυσμό».
Και συνεχίζει, εξηγώντας ότι: «Σε ορισμένα πλαίσια, όπου η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι σχετικά συχνή, τα ευρήματά μας έχουν σημαντική επίδραση στην πρόβλεψη του κινδύνου άνοιας. Πράγματι, σε αυτόν τον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου που εξετάσαμε, παρατηρήσαμε ότι έως και το 17% των περιπτώσεων άνοιας θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, εάν αυξάναμε τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό, ώστε να είναι εντός του φυσιολογικού ορίου».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα είναι εξαιρετικά σημαντικά, δεδομένου του παγκόσμιου επιπολασμού της άνοιας.
«Η άνοια είναι μια προοδευτική και εξουθενωτική ασθένεια, που μπορεί να καταστρέψει άτομα και οικογένειες», προσθέτει η δρ. Hyppönen. «Εάν είμαστε σε θέση να αλλάξουμε αυτή την πραγματικότητα, διασφαλίζοντας ότι κανένας από εμάς δεν έχει σοβαρή έλλειψη βιταμίνης D, θα μπορούσαμε να αλλάξουμε την υγεία και την ευημερία χιλιάδων ανθρώπων».
Η ίδια κατέληξε, λέγοντας:
«Οι περισσότεροι από εμάς είναι πιθανό να είμαστε εντάξει, αλλά σε κάποιον, που για οποιονδήποτε λόγο δεν λαμβάνει αρκετή βιταμίνη D από τον ήλιο, οι αλλαγές στη διατροφή μπορεί να μην είναι αρκετές και να κρίνεται απαραίτητη η πρόσληψη κάποιου συμπληρώματος».