«Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ως πρόσωπο»
Δυσχερέστατο τόλμημα για τον ομιλητή να προσπαθήσει να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη προσωπογραφία του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Μια πολυπρισματική προσωπικότητα με πολυσχιδή δραστηριότητα θα απαιτούσε όχι μόνο πολύ χρόνο αλλά και ιδιαίτερη συνθετική ικανότητα για να σκιαγραφηθεί η παρουσία του και η δραστηριότητά του ως επιστήμονα αρχαιολόγου, ως εκπαιδευτικού, ως ηγουμένου,ως αρχιγραμματέα της Συνόδου, ως μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας, ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ως προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος[1]. Γι΄αυτόν τον λόγο θα περιορισθώ σε ορισμένες νύξεις,που νομίζω ότι είναι ενδεικτικές της προσωπικότητος του Αρχιεπισκόπου. Ο ίδιος εξάλλου ζει ένα λιτό βίο με ολιγάρκεια και ασκητικότητα, ώστε όλοι κάνουν λόγο «για έναν καλόγερο μέσα στην Αρχιεπισκοπή». Παράλληλα πρέπει να τονισθεί πως η πληθώρα των επαινετικών λόγων είναι αταίριαστη με τη δική του επισήμανση για τον κίνδυνο του ναρκισσισμού, ο οποίος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μεγέθυνση του εντυπωσιασμού αλλά στην απώλεια της ουσίας.
Το 1956 ήμουν δευτεροετής φοιτητής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών και έμενα στο φοιτητικό οικοτροφείο «Απόστολος Παύλος», στη συμβολή των οδών Τσόχα και Βουρνάζου στους Αμπελοκήπους (σήμερα το κτίριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Εκεί υπήρχε ένα πολύ μεγάλο αναγνωστήριο στο οποίο μελετούσαμε, όσες ώρες δεν παρακολουθούσαμε μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Μια μέρα ανοίγει η πόρτα και βλέπω να μπαίνει ένας νεοφερμένος φοιτητής, λίγο σκυφτός, με μια ευτραφή δέσμη βιβλίων υπό μάλης. Η περιέργεια με ώθησε να ρωτήσω, ως συνήθως, όνομα, ιδιότητα, τόπο καταγωγής κ.λπ. Γιάννης Λιάπης από τα Οινόφυτα Βοιωτίας, πρωτοετής της Φιλοσοφικής σχολής. Ήταν η πρώτη γνωριμία μας, η οποία στη συνέχεια διευρύνθηκε και μεταβλήθηκε σε φιλία. Παρά τη φιλία όμως υπήρχε και η αντιπαλότητα! Κατά τις ώρες των αθλοπαιδιών. Ο Γιάννης έπαιζε πολύ καλό μπάσκετ και βόλεϊ!
Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε κατ’ επανάληψη το πατρικό του στα Οινόφυτα, όπου υπήρχε πάντοτε εγκάρδια περιποίησηκαι εξαιρετικό κρασί!Η οικογένεια, μια ευσεβής παραδοσιακή οικογένεια, ιδιαίτερα η μητέρα του, μπόλιασε στις νεανικές ψυχές των δυο αγοριών την πίστη στο Θεό, την συνεχή επαφήμε την Εκκλησία και την αγάπη προς τονάνθρωπο. Στην οικογενειακή επίδραση ήλθε να προστεθεί με τρόπο αποφασιστικό ο τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μακαριστός μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημος Γραικός (1967-1981). Έτσι οι νεανικές πνευματικές αναζητήσεις μορφοποιήθηκαν και συνέτειναν δραστικά στη λήψη της απόφασης για να προσέλθει στις τάξεις του άγαμου κλήρου. Ο πνευματικός του πατέρας, όταν έφτασε σε μεγάλη ηλικία, ζήτησε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας να τον διαδεχθεί ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος, για να συνεχίσει και να αυξήσει το πνευματικό και κοινωνικό έργο ανάμεσα στο λαό της περιοχής της Βοιωτίας.
Κανείς δεν μπορούσε εκείνη την εποχή έστω και να υποθέσει ότι ο Γιάννης Λιάπης, ένας φοιτητής της Φιλοσοφικής, θα γινόταν κάποια μέρα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Όμως «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Προάγγελος της ανοδικής του πορείας ήταν η ανάδειξή του,σε ηλικία 43 ετών, ως μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας, όπου η κοινωνική και όχι μόνο προσφορά του υπήρξε πολύ σημαντική. Στην ενθρόνισή του το Νοέμβριο του 1981, που παραβρέθηκα με την αείμνηστη σύζυγό μου, ήταν παρών ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, ο οποίος τόνισε κατ΄επανάληψη ότι ο Ιερώνυμος δοκιμάστηκε ως αρχιγραμματέας της Συνόδου και βαθμολογήθηκε με άριστα, γι’αυτό επαξίως εκλέχθηκε μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας!
Επί σειρά ετών μας καλούσε, τους παλιούς συνοικοτρόφους, στο συνεδριακό κέντρο, που ανήγειρε στον Ελικώνα, επάνω από την Αλίαρτο, όπου και οι κατασκηνώσεις της μητρόπολης Λεβαδείας. Εκεί υπήρχε ένας διήμερος συμπνευματισμός εκατό περίπου επιστημόνων με ποικιλία επιστημονικών προσανατολισμών αλλά συντονισμένων με την κατευθυντήρια γραμμή της Εκκλησίας, όπως και στο φοιτητικό οικοτροφείο.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, είναι ένας άνθρωπος ηπίων τόνων, προσανατολισμένος σταθερά στην δυσδιάστατη μορφή της αγάπης προς τον Θεό και τον άνθρωπο, όπως ακριβώς αποτυπώνεται σε έναν βαθύτατο συμβολισμό επί του Σταυρού με την οριζόντια και κάθετη σύνθεσή του. Γι’αυτό νεαρός, σε ηλικία 29 ετών, αποφάσισε να στρατευθεί στο χώρο της Εκκλησίας ενώ μπορούσε να επιδοθεί με υψηλές επιδόσεις στο χώρο της αρχαιολογίας ή και στην εκπαίδευση.«Ο δρόμος ο καθαρός ο δικός μου ήταν να γίνω αρχαιολόγος. Ήμουν ένας άνθρωπος ζωντανός, ήμουν αθλητής στην ομάδα του μπάσκετ και της κωπηλασίας, όλα αυτά τα ζούσα μέχρι την τελευταία στιγμή, Αλλά με απασχολούσε κυριολεκτικά ο άνθρωπος»[2]. Έτσι, όπως παρατηρήθηκε, έναν «αμετανόητο αρχαιολόγο τον κέρδισε ο κλήρος»[3] και από καθηγητής στη Λεόντειο Σχολή της Ν. Σμύρνης έγινε αρχιμανδρίτης. Δεν γνωρίζω εάν οι συνάδελφοί του στην εκπαίδευση αιφνιδιάσθηκαν, για όσους όμως τον γνώριζαν ήταν κάτι αναμενόμενο. Ένας από τους μαθητές του[4] θα γράψει αργότερα: μπορεί να μας είχε αφήσει άναυδους η απόφασή του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και να αφιερωθεί στα θεία. Αλλά δεν μας είχαν αφήσει καμμιά αμφιβολία τα κίνητρά της.
Και τα ευγενικά κίνητρα, που τον ώθησαν να προσέλθει και να ενταχθεί στις τάξεις του κλήρου, δεν άργησαν να μετουσιωθούν σε φιλογενείς πράξεις. Εξάλλου ο ίδιος έχει στέρεη την πεποίθηση ότι «πρέπει να μιλάμε λίγο και να μιλάνε για μας τα έργα μας».Κι αυτήν την πεποίθησή του την διεκήρυξε κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του στις 16 Φεβρουαρίου 2008 στη Μητρόπολη Αθηνών. Είπε: Ιδού εγώ ανάμεσά σας, στην εποχή των μεγαλόστομων διακηρύξεων, του πληθωρισμού, της κενολογίας και της ξύλινης γλώσσας, απρόθυμος να διατυπώσω υψιπετείς διακηρύξεις. Δεν έχω να καταθέσω προγραμματικές δηλώσεις. Άλλωστε αυτές είναι διατυπωμένες άπαξ και με περισσή σαφήνεια επί του Σταυρού…
Δυστυχώς και στο χώρο της Εκκλησίας μορφοποιούνται περιστασιακά ρεύματα, που άλλοτε θέλουν να επιβάλουν έναν θρησκευτικό ή καλύτερα θρησκοληπτικό υπερσυντηρητισμό και άλλοτε μεταβάλουν την πίστη σε ιδεολογία. Έτσι οδηγούνται και οδηγούν σε ιδεολογικές αγκυλώσεις και φανατισμούς. Αυτό ακριβώς χαρακτηρίζει ο Αρχιεπίσκοπος ως «εωσφορική αλλοίωση του εκκλησιαστικού μηνύματος», η οποία έχει ως παρεπόμενο την υποβάθμιση του κηρύγματος σε κακέκτυπηπολιτική. Καμμιά φορά ακόμη και άνθρωποι από τους οποίους θα ανέμενε κανείς αντικειμενικότερη κρίση, άστοχα και αβασάνιστα διατυπώνουν αίολες επικρίσεις ασκώντας στενόκαρδη κριτική στον αρχιεπίσκοπο.Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του διαλόγου με την Πολιτεία για το ζήτημα το μαθήματος των Θρησκευτικών θεωρήθηκε ότι ρίχνει λάδι στη φωτιά, ενώ κατέβαλε, όλοι το είδαμε, πολλές και σύντονες προσπάθειες για να κρατήσει ισορροπίεςκαι να δημιουργήσει γέφυρες με τους έχοντες την αποφασιστική αρμοδιότητα. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για αστήρικτες διαπιστώσεις, πρέπει να τονισθεί κι από τη θέση αυτή ότι το οξύ ύφος είναι ξένο προς τον ίδιο τόσο λόγω χαρακτήρα, όσο και λόγω της ιδιότητός του. Δεν χρησιμοποιεί μεγαλόστομες διακηρύξεις, ούτε καταγγελτική γλώσσα και όταν ακόμη αισθάνεται ότι κάποιες κριτικές τον αδικούν. Ο λόγος του δεν είναι επιθετικός, ούτε μισαλλόδοξος, γιατί ζει και τρέφεται από το δόγμα των δογμάτων που είναι η αγάπη, δηλαδή η ουσία του Θεού, αφού «ο Θεός αγάπη εστίν». Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως ο ίδιος τονίζει σε κάθε περίσταση: η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον, ιδιαίτερα τον πιο αδύναμο, αυτόν που έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη, είναι τα αποτυπώματα που επιθυμώ να αφήσω με τη διακονία μου.Και προσθέτει ότι «ο Θεός μας έδωσε στον καθένα μας τάλαντα και μας καλεί να τα αυξήσουμε και να τα διαθέσουμε για όλους τους ανθρώπους, για το κοινό καλό και όχι για τον εαυτό μας». Το έργο του ορθόδοξου κληρικού δεν είναι εξουσιαστικό. Αποτελεί πνευματική υπηρεσία προς τον άνθρωπο, είναι διακονία.
Ως μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας ο Μακαριώτατος διακρίθηκε για τις περιβαλλοντικές και φιλανθρωπικές του δραστηριότητες και για τη φροντίδα του για τους τοξικομανείς νέους, για τους υπερηλίκους και τους αδύναμους. Το έργο του για τον πάσχοντα συνάνθρωπο, κατά τη δεκαετή αρχιεπισκοπική του διαδρομήσυνεχίσθηκε και εντάθηκε. Συνέπεσε με την οικονομική κρίση της πατρίδας μας αλλά και με την μεταναστευτική πλημμυρίδα.Ο αρχιεπίσκοπος με τους συνεργάτες του συνέβαλε δραστικά στην άμβλυνση των δυσάρεστων συνεπειών και έδωσε τον τόνο, ώστε σε όλες τις μητροπόλεις να πραγματοποιηθεί ένα τεράστιο έργο περιθάλψεως και μέριμνας για τους εμπερίστατους αδελφούς, ανεξάρτητα από το χρώμα, τη φυλήή τα θρησκευτικά τους πιστεύω. Όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος «δείχνει να αποπνέει αυτό το αναγκαίο μείγμα απόστασης από τα εγκόσμια αλλά και ταύτισης με τον ανθρώπινο πόνο». Και όπως τόνισε ο καθηγητής Μανώλης Βαρβούνης[5],κατά την αναγόρευση του Μακαριωτάτου σε επίτιμο διδάκτορα στο τμήμα Ιστορίας-Εθνολογίας του Δ.Π.Θ.,«ο Αρχιεπίσκοπος πιστοποιεί με το έργο του το εφικτό της ειρηνικής επανάστασης που φέρνει ο ευαγγελικός λόγος, όταν εφαρμόζεται αυθεντικά. Κι αυτήν την επανάσταση επιζητεί να φέρει στις καρδιές των ανθρώπων και στην κοινωνία μας».