Πατριάρχης Μόσχας σε Πάπα: Αν η Ουκρανία ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ο χρόνος πτήσης των πυραύλων είναι λίγα μόνο λεπτά. Η Ρωσία δεν θα το επιτρέψει
Τέτοιες τοποθετήσεις είναι αμφίβολο ότι θα συμβάλουν στην αποκατάσταση ενός εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος είναι ιδιαιτέρως απαραίτητος την παρούσα περίοδο.
Να τι στην πραγματικότητα ειπώθηκε από τον Πατριάρχη στη συζήτηση με τον Πάπα Φραγκίσκο, η οποία έγινε στις 16 Μαρτίου:
«Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία να διοργανώσουμε αυτή τη συνάντηση. Όταν συναντηθήκαμε το 2016 στην Κούβα, Σας είπα ότι συναντιόμαστε τον κατάλληλο καιρό και στον κατάλληλο τόπο. Και παρόλο που η επικοινωνία μας γίνεται μέσω τηλεδιάσκεψης, είμαι πεπεισμένος ότι και πάλιν επικοινωνούμε την κατάλληλη στιγμή. Με την άδειά Σας θα ήθελα να μοιρασθώ μαζί Σας την δική μου θεώρηση της σημερινής περίπλοκης καταστάσεως. Ζούμε βεβαίως σε διαφορετικά ενημερωτικά περιβάλλοντα: τα δυτικά ΜΜΕ δεν έλεγαν ή σχεδόν δεν έλεγαν τίποτε για ορισμένα από εκείνα τα γεγονότα, στα οποία θα επιτρέψω στον εαυτό μου να επιστήσω την προσοχή Σας».
Στη συνέχεια ο Πατριάρχης Κύριλλος επεσήμανε ότι η σύγκρουση άρχισε το 2014 από τα γεγονότα στο Μαϊντάν στο Κίεβο, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η αλλαγή της ουκρανικής εξουσίας.
Επέστησε ιδιαιτέρως την προσοχή του συνομιλητή του στα συμβάντα της Οδησσού και τις συνέπειές τους: «Σε αυτή την πόλη διεξήχθη ένα ειρηνικό συλλαλητήριο ρωσοφώνων κατοίκων, οι οποίοι υπερασπίζονταν το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Αυτή η ειρηνική συγκέντρωση υπέστη επίθεση από μέλη ναζιστικών ομάδων, οι οποίοι άρχισαν να χτυπούν τους διαδηλωτές με ρόπαλα. Οι άνθρωποι επιχείρησαν να αναζητήσουν καταφύγιο στο πλησιέστερο κτήριο, τον Οίκο των Συνδικάτων και τότε ακριβώς συνέβη κάτι το τρομερό: το κτήριο κλειδώθηκε και πυρπολήθηκε. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να σωθούν πηδώντας από τον δεύτερο και τρίτο όροφο και βεβαίως σκοτώνονταν. Όσοι πλησίαζαν στα παράθυρα χωρίς να αποφασίσουν να πηδήξουν, δέχθηκαν πυρά από κάτω. Τα παρακολουθήσαμε όλα αυτά τηλεοπτικώς, σχεδόν σε ζωντανή σύνδεση. Αυτό το φρικιαστικό μάθημα της Οδησσού επέδρασε στην απόφαση των κατοίκων της νοτιοανατολικής Ουκρανίας να υπερασπισθούν τα δικαιώματά τους».
Ακολούθως ο Πατριάρχης Κύριλλος υπενθύμισε ότι προς το τέλος της σοβιετικής εποχής η Ρωσία έλαβε διαβεβαιώσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ούτε μία ίντσα προς τα ανατολικά. Και όμως αυτή η υπόσχεση παραβιάσθηκε. Στη σύνθεση του ΝΑΤΟ εντάχθηκαν ακόμη και οι πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής.
Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση: τα σύνορα του ΝΑΤΟ διέρχονται σε απόσταση 130 χλμ από την Αγία Πετρούπολη και ο χρόνος πτήσης των πυραύλων ανέρχεται σε λίγα μόνον λεπτά. Σε περίπτωση που η Ουκρανία εντασσόταν στο ΝΑΤΟ, ο χρόνος πτήσης των πυραύλων θα ανερχόταν επίσης σε λίγα μόνο λεπτά. Η Ρωσία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε, ούτε μπορεί αυτό να το επιτρέψει.
Ολοκληρώνοντας ο Πατριάρχης τόνισε: «Βεβαίως, η παρούσα κατάσταση συνδέεται με μεγάλο προσωπικό πόνο. Το ποίμνιό μου ευρίσκεται εκατέρωθεν του μετώπου της αντιπαράθεσης και στην πλειονότητά τους είναι ορθόδοξοι χριστιανοί. Μέρος των αντιμαχομένων ανήκει και στο δικό Σας ποίμνιο. Επομένως, θα ήθελα απομακρυνόμενος από τη γεωπολιτική συνιστώσα να θέσουμε την ερώτηση, πώς εμείς και οι Εκκλησίες μας μπορούμε να επηρεάσουμε την κατάσταση των πραγμάτων; Πώς μπορούμε να συμβάλουμε στην ειρήνευση των αντιπαρατιθέμενων με μόνο σκοπό να πετύχουμε την εμπέδωση της ειρήνης και δικαιοσύνης; Είναι πολύ σημαντικό στις διαμορφωθείσες συνθήκες να αποφύγουμε την περαιτέρω κλιμάκωση».
Η απάντηση του Πάπα Φραγκίσκου διατυπώθηκε ορθώς από την Υπηρεσία Ειδήσεων του Βατικανού στην ανακοίνωση από 16 Μαρτίου: «Ο Πάπας Φραγκίσκος ευχαρίστησε τον Πατριάρχη για τη συνάντηση, που είχε ως κίνητρο την επιθυμία να υποδείξουν ως ποιμένες του λαού τους την οδό προς την ειρήνη, να προσευχηθούν για την ειρήνη και για την κατάπαυση του πυρός. Ο Αγιώτατος πατήρ συμφώνησε με τον Πατριάρχη ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο της πολιτικής, αλλά τη γλώσσα του Ιησού Χριστού.
"Εμείς είμαστε ποιμένες του ενός και αυτού Αγίου Λαού, ο οποίος πιστεύει στον Θεό, την Υπεραγία Τριάδα, την Υπεραγία Θεοτόκο, επομένως πρέπει να ενωθούμε στην επιδίωξη να βοηθήσουμε τον κόσμο, να στηρίξουμε τους δεινοπαθούντες, να αναζητήσουμε τις οδούς της ειρήνης και να τερματίσουμε τα πυρά"».
Όπως επισημάνθηκε στην ίδια ανακοίνωση, «τα μέρη τόνισαν την εξαιρετική σημασία της συνεχιζόμενης διαπραγματευτικής διαδικασίας».