Ροή Ειδήσεων

Η ενεργός ανάμιξη του Ιερώνυμου Ά στή συνωμοσία των τριών Κυπρίων μητροπολιτών για την καθαίρεση του Μακαρίου (Μέρος β)

 


Υποκριτική τακτική

Σε αυτή την κρίσιμη φάση, οι φίλοι και ευνοούμενοι και συνεργάτες της Χούντας — ο Ιερώνυμος, ο Γεννάδιος καί ο Άνθιμος — υποκρίνονται, κάνουν πως έχουν διαφορές μεταξύ τους, για να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη.

Έτσι, ο χουντικός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών παρίστανε τον θυμωμένο με τους δύο Κύπριους φίλους του, γιατί αυτό τον εξυπηρετούσε.

Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, ως καθηγητής του Κανονικού Δικαίου, δεν ήθελε να εκτεθεί και να υποστηρίξει άλλες απόψεις, από εκείνες, πού επίσημα, και υπεύθυνα υποστήριξαν - με πρώτο τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Δημήτριο - οι αρχηγοί όλων των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, που κατήγγειλαν ως παραβάτες των Ιερών Κανόνων τους τρεις Κύπριους μητροπολίτες στην επιδίωξη τους να απομακρύνουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από τov Αρχιεπισκοπικό θρόνο.

Για να έχει μία κάλυψη, ο Ιερώνυμος Κοτσώνης δήλωσε στην Αθήνα -10 Μαρτίου 1973- ότι και το θέμα της καθαιρέσεως του Αρχιεπίσκοπου Κύπρου από τους τρεις μητροπολίτες δεν είχε λάβει επίσημα γνώση η Εκκλησία της Ελλάδος και ότι η Ιερά Σύνοδος, που θα συνέλθει σε λίγες μέρες, είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση και να ρυθμίσει τίς περαιτέρω σχέσεις της με την Κυπριακή  Εκκλησία.

Ο Ιερώνυμος πρόσθεσε, ότι, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, για να δικασθεί ένας επίσκοπος, απαιτείται να συμμετέχουν στο δικαστήριο τουλάχιστον δώδεκα επίσκοποι και απαγορεύεται ρητά η εκδίκαση της υποθέσεως από δύο μόνο ή τρεις επισκόπους. 

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Στις παραπάνω δηλώσεις του Ιερώνυμου Κοτσώνη αναφέρθηκαν οι δύο Κύπριοι μητροπολίτες, ο Γεννάδιος και ο Άνθιμος, πού τις χαρακτήρισαν «αστόχους και άκρως αντικανονικάς» και πρόσθεσαν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος «εστήριξε την θέσιν του, ως ο ίδιος εδήλωσε προς ημάς, είς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και ουχί εις την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και τας διατάξεις των Ιερών Κανόνων της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας».

Οι δηλώσεις, τόσο του Ιερώνυμου, όσο και των Γενναδίου και Ανθίμου, δεν απηχούν τις αληθινές τους διαθέσεις. Θέλουν να εμφανίζονται ότι διαφωνούν μεταξύ τους, γιατί αυτό τους συμφέρει σε αυτή τη φάση του αγώνα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Και οι δύο πλευρές — ο χουντικός προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας και οι Κύπριοι μητροπολίτες συνεργάζονταν αρμονικότατα μεταξύ τους κάτω από την καθοδήγηση της χούντας και εκτελούσαν χωρίς αντίρρηση τίς διαταγές της.

Τα αδελφικά του αισθήματα προς τους τρεις Κυπρίους μητροπολίτες και την αρνητική στάση της Ελλαδικής Εκκλησίας απέναντι στόν Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τα απέδειξε ξεκάθαρα ο Ιερώνυμος μετά από λίγο καιρό. 

Και αυτή, η πιο αδιάψευστη κι αδιαφιλονίκητη απόδειξη έγινε με την άρνηση της Ελλαδικής Εκκλησίας — σύμφωνα με εντολή του χουντικού προκαθημένου της, του Ιερώνυμου Κοτσώνη — να αποδεχθεί την πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου, για να πάρει μέρος με τα πρεσβυγενή Ορθόδοξα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας στη Μείζονα Σύνοδο, πού συνεκαλείτο στη Λευκωσία με σκοπό την αποκατάσταση της κανονικής τάξεως στην Εκκλησία της Κύπρου.

 

Οι Ιερωνυμικοί ελιγμοί

Ο Ιερώνυμος, θέλοντας να αποφύγει ο ίδιος — ως Πρόεδρος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής Εκκλησίας — να δώσει αρνητική απάντηση στην πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου κι έτσι να εκτεθεί ανεπανόρθωτα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, βρήκε διέξοδο. Ανάθεσε το έργο για την αρνητική απάντηση σε δικούς του ανθρώπους, που ήσαν ταυτόχρονα φίλοι και συνεργάτες κι υποστηρικτές των τριών συνωμοτών Κυπρίων μητροπολιτών, αλλά και εχθροί του Μακαρίου.

Η ανάθεση έγινε με επιφανειακά αδιάβλητο τρόπο. Ο Ιερώνυμος διαβίβασε την πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, για να πάρει μέρος η Εκκλησία της Ελλάδος στη Μείζονα Σύνοδο, στην αρμόδια συνοδική επιτροπή, αλλά ιδιαιτέρως υπέδειξε και σέ μέλη της ποιά απόφαση πρέπει να πάρουν. Κι αυτή την απόφαση πήραν τα μέλη της συνοδικής επιτροπής στη συνεδρίαση της, στις 5 Ιουνίου 1973.

Σύμφωνα μ’ αυτή, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έπρεπε να πάρει μέρος στη Μείζονα Σύνοδο. 

Και τούτο, γιατί μία τέτοια συμμετοχή θα μείωνε, μοιραία, το κύρος των τριών συνωμοτών Κυπρίων μητροπολιτών, πού ήσαν συνεργάτες της χούντας και φίλοι του Ιερώνυμου και μελών της συνοδικής επιτροπής και, αντίστοιχα, θα συντελούσε στην αύξηση του γοήτρου του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, πού τον καταπολεμούσε η χούντα, ο Ιερώνυμος, οι τρεις συνωμότες, μέλη της συνοδικής Επιτροπής και άλλοι.

Τα όσα διατυπώθηκαν στη συνεδρίαση της συνοδικής επιτροπής ήσαν αποκαλυπτικότατα και συγκλονιστικά.

Οι καθηγητές — μέλη της επιτροπής — Κ. Μουρατίδης, (ο καθοδηγητής των τριών Κυπρίων μητροπολιτών), Α. Θεοδώρου και X. Φραγκίστας, απέκρουσαν κατηγορηματικά τη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στη Μείζονα Σύνοδο, γιατί εφοβούντο, ότι οι εκπρόσωποι της θα παρασυρθούν, θα ταχθούν με το μέρος των τριών Πατριαρχών (μελών της Μείζονος Συνόδου), κι έτσι θα αθωωθεί ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Οι μόνοι, πού κράτησαν θέση ανεξάρτητη, που διετύπωσαν ελεύθερα κι’ ανεπηρέαστα τη γνώμη τους, ήταν, ο πρόεδρος της επιτροπής, αείμνηστος —σήμερα— μητροπολίτης Πειραιώς Χρυσόστομος και ο γραμματέας της πρωτοπρεσβύτερος Ευάγγελος Μαντζουνέας.

Ο μητροπολίτης Πειραιώς βροντοφώνησε, ότι η «καθαίρεσις του αρχιεπισκόπου Κύπρου είναι εξιδιαζόντως αντικανονική και όλως εμπαθής» και τόνισε ότι λυπάται πολύ, «διότι αρχιερείς, οίτινες μέχρι και προ διετίας τουλάχιστον, αποθέωναν τον Εθνάρχην κ. Μακάριον και ουδέποτε κατ’ αυτού εξεφράσθησαν, έφθασαν εις το κατάντημα να οδηγηθούν εις την κατάκριτον απόφασιν της «καθαιρέσεως» όχι εκ λόγων συνειδήσεως, αλλ’ έξ άλλων ταπεινών ελατηρίων».

Ο γραμματέας της επιτροπής πρωτοπρεσβύτερος Ε. Μαντζουνέας — για τον οποίο ο μητροπολίτης Φλωρίνης  κ. Αυγουστίνος είπε ότι δεν έχει δικαίωμα να ομιλεί — τόνισε, ότι οι τρεις Κύπριοι μητροπολίτες υπέπεσαν στα αδικήματα του σχίσματος, της τυρείας και φατρίας και ότι πολύ ορθά ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου συγκαλεί Σύνοδο.

Αντίθετα, όλα τα άλλα μέλη της Επιτροπής, λαϊκοί και κληρικοί — υποστήριζαν, ότι η καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τους τρείς μητροπολίτες είναι πράξη κανονική και ισχυρά και, έτσι, συμμορφώθηκαν μέ τη γραμμή –χούντας, Ιερώνυμου, καθοδηγητών κ.λπ. - ότι δεν πρέπει η Εκκλησία της Ελλάδος να πάρει μέρος στη Μείζονα Σύνοδο.

Πηγή, ΤΟ ΒΗΜΑ (1978)